«Λένε πως ότι αξίζεις παίρνεις σε αυτή την ζωή, κανείς δεν αξίζει όμως αποτρόπαιο θάνατο». Ήταν από εκείνες τις ανήλιαγες μουντές μέρες που το χώμα μουσκεύει από τα δάκρυα της βροχής. Κι αυτός αδυνατούσε να συγκρατήσει τα καυτά ρυάκια δακρύων που κυλούσαν στα αναψοκοκκινισμένα μάγουλά του. Τα δάχτυλα του βούλιαξαν στο πηλώδες έδαφος σε μια προσπάθεια να γδάρει την επιφάνεια του ξύλινου φέρετρου. Κι όμως η καλή του κειτόταν νεκρή δυο μέτρα στα σπλάχνα της γης, στην παγερή αγκαλιά της αβύσσου. Πάλεψε να σκάψει για μια τελευταία φορά, μα αυτή απολάμβανε τον αιώνιο ύπνο.
Όταν απομακρύνθηκαν κι οι τελευταίες σκουρόχρωμες ομπρέλες, είχε μείνει πλέον μόνος του. Ήταν μια λυτή τελετή με λευκές μαργαρίτες και άσπιλα στέφανα όπως θα επιθυμούσε η Μάρθα. Τραγικές φιγούρες, οι γονείς της και ο μικρότερος αδερφός της.
Επέστρεφε δυο βράδια πριν από την κλινική που εργαζόταν μαζί την συνάδελφό της, την Ευγενία. Λόγω της κακοκαιρίας και της χαμηλής ορατότητας το όχημα που επέβαιναν οι δυο άτυχες γυναίκες βρέθηκε αντιμέτωπο με μια νταλίκα στις ελικοειδείς στροφές της επαρχιακής οδού του Κιθαιρώνα. Για να μην προκληθεί σύγκρουση, η Μάρθα έστριψε το τιμόνι, όμως το όχημα ολίσθησε από την πορεία του λόγω των καιρικών φαινομένων, χάθηκε ο έλεγχος, πέρασε τα κιγκλιδώματα και με τη δύναμη της επιτάχυνσης χτύπησε σε ένα δέντρο από την πλευρά του οδηγού. Ο θάνατος της ήταν ακαριαίος καθώς χτύπησε το κεφάλι της ενώ η συνοδηγός μετά από κάποια ώρα, όταν έγινε γνωστό το δυστύχημα από τον επόμενο διερχόμενο οδηγό κλήθηκε η αστυνομία, η πυροσβεστική και το εκάβ. Προσκομίστηκε στο νοσοκομείο του Κατ με πολλαπλές κακώσεις και σπασμένα πλευρά.
«Αγαπημένη μου Μάρθα, γιατί η ζωή να είναι τόσο άδικη μαζί σου; Θέλω τόσα να σου πω κι όμως δεν πρόλαβα» ο Γιώργος έχωσε το χέρι του στο γκρίζο μαντό παλτό και αποκάλυψε, ένα μικρό μπορντό βελούδινο κουτί. Ευλαβικά το άνοιξε κι αποκαλύφθηκε ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι.
«Γιατί μου το έκανες αυτό; Γιατί θέλησες να φύγεις από την αγκαλιά μου για τον κόσμο των αγγέλων. Μαζί θα ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι» σκόπευε να της κάνει πρόταση γάμου όμως ο θάνατος τον πρόλαβε. Για μια στιγμή σκέφτηκε να το εναποθέσει στο φρεσκοσκαμμένο χώμα κι να φύγει όμως δεν θα άντεχε κάποια κλοπή- βεβήλωση από κάποιο περαστικό με τάσεις τυμβωρυχίας.
Θες και απογοητεύτηκε ανασηκώθηκε κλαμένος και περπάτησε ανάμεσα στους τάφους για να βρει τον δρόμο της επιστροφής. Η βρεγμένη κόμη του κολλούσε στο μέτωπο του ενώ τα λεκιασμένα ρούχα του είχαν γίνει ένα με την σάρκα του. Κοιτούσε νωχελικά τα μνήματα άλλα καλοδιατηρημένα κι άλλα ξεχασμένα στο θυμό του γέρου χρόνου. Παντού φωτογραφίες αγαπημένων. Στιχάκια αγάπης και αφοσίωσης χαραγμένα σε μαρμάρινες πλάκες έως εκεί που χάνεται το μάτι.
Σκυθρωποί συγγενείς και φίλοι αρνούνταν να αποχωριστούν τους αποθανόντες στέκοντας πλάι στα μνημεία. Κι εκεί ανάμεσα τόσα θλιμμένα πρόσωπα και τόσες πονεμένες παρουσίες την αντίκρισε. Νόμισε πως το βλέμμα της τον διαπέρασε σαν κεραυνός μέσα από τα γυαλιά ηλίου που φορούσε. Μια ψιλόλιγνη σιλουέτα διαγραφόταν μέσα από το μαύρο μπροκάρ ύφασμα. Φάνταζε ιδιαίτερα σαγηνευτική με έναν αιθέριο τρόπο. Τα αλαβάστρινα άκρα της κρατούσαν μια μαύρη κροσάτη ομπρέλα και τα μαλλιά της, εβένινος καταρράκτης, μακριά και λεία σαν κοράκου μάτι. Ένα μικρό μειδίαμα σχηματιζόταν στα σκούρα χείλη της καθώς κοιτούσε ένα μνημείο, αφιερωμένο σε ένα μικρό κορίτσι που εγκατέλειψε νωρίς τούτο τον άθλιο κόσμο. Λούτρινα, παιχνίδια, λουλούδια και αφιερώσεις κοσμούσαν το άψυχο μάρμαρο καθώς και υπερμεγέθεις φωτογραφίες να ξεχειλίζουν χαμόγελα ευτυχίας. Ο Γιώργος συνέχισε τον δρόμο του αμίλητος….
Οι ώρες πέρασαν κι ο πόνος δεν έλεγε να φύγει τι κι αν έπνιξε το πένθος του στο ποτό και την αυτολύπηση.. Το ίδιο βράδυ κι όλας, μετά το βραδινό χυλό στάθηκε στο παράθυρο του. Ευτυχώς που άλλαξε περιβολή, αν κι δεν τον ενδιέφερε να κρυώσει από το παγερό αεράκι. Λιγοστά άστρα έγνεφαν λόγω της συννεφιάς. Έφερε στην θύμηση του την αγαπημένη του και δάκρυσε. Πόσο της άρεσε να κοιτούν σφιχταγκαλιασμένοι τα αστέρια με ένα ποτήρι κρασί. Κι εκείνο το χαμόγελο της όλο ζεστασιά στην παγωμένη του καρδιά. Άξαφνα ένας ήχος.. Ένα γρύλισμα τον απόσπασε από τον ονειροπόλο λήθαργο του. Ήταν μια μαύρη χνουδωτή γάτα, η οποία ισορροπούσε στο κάγκελο του μπαλκονιού μπρός του. Λάτρευε την ράτσα Αγκύρας.. Της ψιθύρισε με σκοπό να τον ακολουθήσει και αυτή δέχτηκε με χαρά την πρόσκληση για το μικρό μεζεδάκι που της σέρβιρε. Γουργούρισε από ευχαρίστηση και τρίφτηκε στα πόδια του.
«Τι πυκνή γούνα που έχεις! Καλό κορίτσι!» χάιδεψε το τρίχωμα της καθώς απομακρύνθηκε και κουλουριάστηκε στην γωνιά του μικρού ψάθινου καθιστικού.
Αποκαμωμένος ανάτρεξε στο κρεβάτι του, δεν απόκαμε ούτε μες τα σκεπάσματα να μπειόταν τα βλέφαρα του σφράγισαν με το κατευναστικό χάδι του Ύπνου στον χαώδη κόσμο των ονείρων.
Το φως του φεγγαριού έλαμψε ολόγιομο και με έναν απαράμιλλα ατμοσφαιρικό τρόπο διαχύθηκε την κρεβατοκάμαρα. Η κλειδαριά της μπαλκονόπορτα δεν είχε απασφαλίσει και έτσι ο χειμαρρώδης αέρας με μια ορμητική κίνηση όχι μόνο έσπρωξε την θύρα αλλά διαπέρασε και το δωμάτιο σαν κύμα ψύχους. Μια γλυκιά ανατριχίλα ανάτρεξε καταμήκος της ραχοκοκαλιάς του. Γύρισε πλευρό, άνοιξε τα μάτια του και τότε την κοκάλωσε ολόκληρος. Ένιωσε το σώμα του σπασμένο. Τα άκρα του βαριά σαν μολύβι. Σαν μια αόρατη δύναμη να τον ακινητοποιεί και να τον πιέζει όλο και πιο βαθιά στα σκεπάσματα. Διέκρινε μια θολή φιγούρα που σύντομα μετουσιώθηκε σε γυναικεία μορφή. Σαν να επέπλεε σε αόρατο ωκεανό, αιωρούταν από πάνω του με τα ζοφερά πέπλα της να ξετυλίγονται προς όλες τις κατευθύνσεις και οι ζοφερές τούφες της σαν χειμαρρώδεις κύματα να εκτινάσσονται προς όλα τα σημεία του ορίζοντα. Άξαφνα χίμηξε κατά πάνω του, στα σκοτεινά μάτια της αντίκρισε γαλαξίες, άστρα και νεφελώματα. Η αλαβάστρινη αυρα της θαμπή ως γρανιτένια. Κι όμως δεν τον άγγιζε αλλά υπό την επήρεια της ήταν αδύνατο να σπάσει τα δεσμά του. Ήχος δεν έβγαινε από τα χείλη της κι όμως μπορούσε να την ακούσει να κραυγάζει στο μυαλό του. Να διαισθανθεί το στόμα της να λιώνει, να γίνεται ίνες με ένα μαστίχομα να περιβάλει τα λυσσασμένα σαγόνια της, με δυο κραυγαλέες σειρές από δόντια. Και πίσω της ένας τεράστιος ιστός αράχνης να έχει εξαπλωθεί σαν αποκρουστικό υφαντό στις γωνιές του τοίχου.
Άξαφνα πετάχτηκε από τα στρωσίδια με ένα λευκό κατευναστικό φως να τον τυλίγει και ως σαν αστραπή να διώχνει κάθε σκοτεινό μίασμα μακριά, κάθε αρνητική αύρα, εξασθενημένος καπνός που χάνεται με τα ψήγματα του κακού να μετατρέπονται σε άδολη θεραπευτική αγάπη. Σαν σάλεψε τα βλέφαρα του είδε πως ακουμπούσε στον κορμό μιας γηραιάς ιτιάς. Τα μακριά φυλλώματα ανάδυαν ένα λουλακί χρώμα, ενώ ένα ελαφρύ κατευναστικό αεράκι παρέσυρε τα μικροσκοπικά άνθη της. Πίσω από την ράχη των κλαδιών εμφανίστηκε ένα μικρό κορίτσι, θα ήταν έντεκα χρονών.
«Πρέπει να προσέχεις καημένε μου» γέλασε γάργαρα σαν δροσερό ρυάκι. Ο άντρας την κοίταξε ασάλευτος και ολίγον επιφυλακτικός μπρος το προηγούμενο τρομακτικό συμβάν.
«Μην την αποζητάς σε έβαλε στο μάτι κι άντε να γλυτώσεις!»
«Να ψάχνω ποιά, την αγαπημένη μου;».
«Όχι στην αράχνη αναφέρομαι. Έτσι και σε τυλίξει στον ιστό της τελείωσες!».
«Ποια αράχνη, αυτό το πλάσμα που πήγε να με καταβροχθίσει;»
«Είναι άγγελος του θανάτου, η μοίρα σου. Σε είδε σήμερα στο νεκροταφείο»
«Για στάσου μια στιγμή, εσύ που το ξέρεις;».
«Μην μου πεις…» πρόσθεσε ο Γιώργος κάνοντας ένα συνειρμό.
«Ήμουν κι εγώ εκεί θυμάσαι;» αναφέρθηκε στο ταφικό της μνημείο.
«Οι ψυχές μας είναι αόρατες στα μάτια των ανθρώπων αλλά μην ξεχνάς, έρχονται να μας μιλήσουν. Να νιώσουμε την θλίψη τους, να βιώσουμε τον πόνο τους, να αφουγκραστούμε τις σκέψεις τους».
«Από τι έφυγες, θυμάσαι;».
«Αν σου πω μην γελάσεις».
«Γελάει κανείς με τον θάνατο; Σου ορκίζομαι πως όχι!».
«Με τα άλλα παιδιά παίζαμε μήλα. Έτρεξα να πιάσω την μπάλα μου, ένας μεθυσμένος οδηγός πέρασε το στοπ, δεν πρόσεξα και να ‘μαι εδώ».
«Πρέπει να ήταν επώδυνο».
«Για την ακρίβεια δεν κατάλαβα τίποτα, ίσως τα πρώτα λεπτά ήταν κάπως ανατριχιαστικά αλλά μετά ένιωσα ένα ζεστό φως να πλημυρίζει όλη μου την ύπαρξη. Στην νέα μου πραγματικότητα οι δυνατότητες που μου παραχωρήθηκαν ήταν εκπληκτικές, κι η απελευθέρωση του νου από την πηγή της γνώσης απερίγραπτη».
«Κι δεν νοσταλγείς τους δικούς σου;»
«Καμιά φορά μα ξέρω πως θα βρεθούμε όλοι ξανά. Η αλήθεια είναι ότι ανησύχησα όταν είδα τους δικούς μου να κλαίνε πάνω από το αιμόφυρτο σώμα μου. Φαντάζεσαι να σκουπίζεις τα δάκρυα της μάνας σου και να μην σε νιώθει κάν; Να ουρλιάζουν πονεμένα οι φίλοι σου, τα προσωπά τους σκυθρωπά και τα μάτια τους θλιμένα;».
«Αν είναι έτσι κι η δική μου η αγαπημένη ίσως βίωσε παρόμοια συναισθήματα κι καταστάσεις ».
«Για κάθε έναν είναι διαφορετικό, αλλά η ανάγκη να τους καθησυχάσεις ίδια»
«Θα ήθελες να τους μεταφέρω κάποιο μήνυμα;»
«Ναι, ότι είμαι σε ένα καλύτερο μέρος στην γειτονιά των αγγέλων»
«Κι εγώ, μήπως πέθανα γι αυτό είμαι μαζί σου;»
«Εσένα σε κάλεσα γιατί σε συμπάθησα, τώρα αν θα γλυτώσεις από το αδράχτι της άλλο θέμα. Ξέρεις η αράχνη δεν ήταν πάντοτε κακή, ίσα ίσα που τα έβαλε με τον Μέγα Δημιουργό γιατί δεν άντεχε τον ανθρώπινο πόνο και σπαραγμό».
«Τι θες να πεις;»
«Ότι η αράχνες ήταν από τους πιο λαμπρούς Αγγέλους του παραδείσου, κάτι ανώτερο θα έλεγα στην κοσμογονία του σύμπαντος. Ύφαιναν την μοίρα του καθενός.. ώσπου έγινε η πτώση του Εωσφόρου και έπρεπε να προσθέσουν στο υφαντό τους ένα σύνολο από τυχαίες αρνητικές επιρροές και ηθικές επιλογές. Κι κάπως έτσι οι ολόλαμπρες εθίστηκαν στην οδύνη και τον σπαραγμό, η φλόγα τους έσβησε, εξέπεσαν κι έγιναν άγγελοι- προμηνύοντες του θανάτου, μάλιστα δεν δίστασαν να γίνουν συλλέκτες ψυχών καθώς μετοίκησαν στα ζοφερά παλάτια του Άδη».
«Γι αυτό είναι τόσο όμορφες κι αποκρουστικά θανατηφόρες όταν το επιθυμήσουν»
«Για την αράχνη που ονειρεύτηκες φήμες λένε ότι ήταν η πιο ζηλευτή στην δουλειά της. Τα έβαλε με την Θεία Δύναμη, μέχρι και ο διάβολος θορυβήθηκε με την συμπεριφορά της. Δεν άντεχε το μίσος, την κτηνωδία και τα πάθη του ανθρώπινου νου. Τον θάνατο ως κεκτημένο του διαβόλου. Ετσι πληγωμένη και μόνη κατευθύνθηκε στον Εναρμονιστή των πάντων. Μια Θεία ενότητα τόσο λευκή όσο το ανέσπερο φως. Αυτός λοιπόν χάριζε την αρμονία και την εφορία της πλάσης. Ο Εωσφόρος τον ζήλευε για τις δυνατότητες του. Με τα παλμικά κύματα της λύρας του όριζε τις αποστάσεις των πλανητών του έναστρου ουρανού. Με μια ανάσα μουσικής συγχορδίας ανάβλυζε η Πηγή της Γνώσης θεια δώρα για τον καθέναν που λουζόταν στα νερά της. Θαμπωμένη από το δέος που της προκαλούσε τον επισκεπτόταν συχνά. Του εκμυστηρεύτηκε την προσθήκη της καλοσύνης στο υφαντό της καθώς αυτός εργαζόταν πάνω στο τελευταίο επίτευγμα του. Θα δημιουργούσε μουσική, φθόγγους και νότες με ένα μηχανισμό, ο οποίος αποτελούταν από περίτεχνα γρανάζια σε διάφορα μεγέθη και συστοιχίες. Καθώς λοιπόν κουνούσε το δοξάρι του πάνω στις χορδές ενεργοποιούνταν μικρότερα γρανάζια και άνοιγαν οι πύλες του χρόνου όπου θαύματα μπορούσαν να συμβούν. Η αράχνη ερωτεύτηκε την μουσική του. Ζήτησε κάποιες μέρες να παίζει βιολί. Στην αρχή άτσαλα αλλά με την πάροδο του χρόνου οι δεξιότητες της αμβλύνθηκαν. Μάλιστα όταν ο Εναρμονιστής ήταν απασχολημένος. Τόλμησε να το κλέψει και την ώρα που ύφαινε το ριζικό καθενός, ύστερα από λίγο να χαρίζει μελωδία χαράς και αγαλλίασης. Καθώς έπαιζε το βιολί από τις χορδές, αόρατες ίνες ξεπετάγονταν και ανάλογα τον τρόπο παιξίματος μαγεία να γεννιόταν δημιουργώντας νέες εναλλακτικές επιλογές με ευτυχισμένο τέλος. Έτσι πάνω στο υπάρχον υφαντό μια νέα ασημοκλωστή είχε διεισδύσει στον πυρήνα των κόμπων και των νημάτων δίνοντας του, μια απαλή λευκόχρωμη αύρα από πτυχές ευτυχίας, όμοια με γιγάντια μπαλωματιά επεμβαίνοντας στην ροή του χρόνου και του χώρου. Και οι μέρες πέρασαν κι έγιναν μήνες. Όταν το ανακάλυψαν ο Εωσφόρος διαμαρτυρήθηκε ότι επεμβαίνει στην Θεία Βούληση. Η Θεία Γνώση αποφάνθηκε την πτώση της, έκρυψε το βιολί και περιόρισε τις δυνατότητες του Εναρμονιστή υπό το λυσσαλέο βλέμμα του Διαβόλου».
«Αν το βρούμε λες να παίξει για εμάς; Ίσως μπορέσω να σώσω την αγαπημένη μου» ο Γιώργος είπε τρίβοντας τις χούφτες του.
«Συνήθως η μουσική της προλαμβάνει πράγματα. Αλλά δεν ξέρεις τι θα ζητήσει ως αντάλλαγμα. Ζητάς να καταπατηθούν οι νόμοι της φύσης» ένευσε το μικρό κορίτσι.
Άξαφνα το ξυπνητήρι χτύπησε. Ήταν οχτώ το πρωί όταν η παγωνιά πλημύρισε το δωμάτιο! Η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή! Συνεχίζεται......
Βασιλική Μπούζα c 8/2/2022