O λαιμός του ζεμάταγε από το χτεσινό πιόμα. Άφθονο αλκοόλ είχε μολύνει τις φλέβες του. Τα μάτια του έτσουζαν. Τα βλέφαρά του είχαν απασφαλιστεί από την κούραση. Κι όμως ευωδιά τριαντάφυλλου διέγειρε τα ρουθούνια του Κωνσταντίνου ανασέρνοντας από την λήθη των ονείρων. Αντίκρυ του πυκνές βλεφαρίδες πετάριζαν νωχελικά αποκαλύπτοντας δυο καστανά μάτια. Οι σπινθηροβόλες ίριδες τον προσκαλούσαν στο παιχνίδι της αποπλάνησης. Δεχόμενος την παιχνιδιάρικη πρόσκληση άπλωσε τα χέρι του να αγγίξει την σταρένια επιδερμίδα της. Φάνταζε ονειρογέννητη ψευδαίσθηση. Ο παράδεισος του έρωτα είχε καταληφθεί από την κάφτρα του πούρου της.
«Αποκλείεται».
Με μια κίνηση όρμησε πάνω του σαν αρπακτικό κι τον κατασπάραξε. Ακροβατούσε στα όρια της εμμονής κι του απόλυτου πόθου. Έσβησε την επιθυμία του λάγνου έρωτα κι της διαστροφικής ηδονής μια για πάντα.
..***..
Η Βούλα κι ο Κωνσταντίνος ήταν το τέλειο ζευγάρι για τον έξω κόσμο, τουλάχιστον όταν δεν τσακώνονταν. Αυτός καθηγητής με πανεπιστημιακή προϋπηρεσία και αυτή σύμβουλος πωλήσεων σε επενδυτικό γραφείο. Τουλάχιστον άρεσε στην μάνα του. Ε φυσικά αφού η μάνα του αποφάσιζε για όλα, μιας κι άνηκε στην κατηγορία καλοαναθρεμμένων γόηδων που φαινομενικά κάνουν ότι επιθυμούν, φερέφωνα της αλητείας και του δυναμισμού, ακροβάτες της ανεξαρτησίας. Μα όταν έρθει η ώρα των αποφάσεων, η κρίση έφτανε γύρω από τον ποδόγυρο της μανούλας. Έφτασε μια ματιά για να αναπτυχθεί ο ερωτάς τους. Ένα παιδικό φλερτ, που πήρε σάρκα κι οστά με μια ματιά κατά την διάρκεια ενός ποτού με φίλους στα μπαράκια της Νάξου. Του άρεσε να κυνηγάει άλλωστε, ατελείωτους μήνες πόσο μάλλον χρόνια. Ποθούσε την αγνότητα, την αψεγάδιαστη λάμψη της αθωότητας. Ακολούθησαν το ένα ποτό μετά το άλλο, τα ντροπαλά γελάκια, οι αμήχανες ματιές κι ύστερα το σεξ. Γλυκιά, σχεδόν λιγνή έφηβη στην εμφάνιση, μακριά από την δελεαστική αμαρτωλή φιγούρα μιας ζουμερής γυναίκας. Ξανθή σαν άγγελος με βλέμμα πανώριο σαν τον θαλασσινό αφρό. Η πίεση της καθημερινότητας κι η εξέλιξη της σχέσης τους απαιτούσε χρόνο, έτσι αποκρίθηκε. Η Βούλα αναρωτιόταν τι πήγε στραβά; Που έφταιξε; Μα ήταν τίμια απέναντί του. Είχε μήνες να τον δει. Είχε χρόνια να τον αγγίξει. Άλλωστε αυτός εργαζόταν στην Αθήνα, πως θα μπορούσε να τον έχει; Μοναδικές ερωτικές ανάσες,οι βραδιές με φίλους από το νησί. Οδυρόταν η οικογένεια της νύφης σαν το κατάλαβε, το είχαν ξεκαθαρίσει στην φαμίλια του γαμπρού καθώς κυκλοφορούσαν φήμες στο νησί όταν απομακρύνθηκε ο Κωνσταντίνος μετά τις ατελείωτες νύχτες πάθους. Έπρεπε να κάνουν το επόμενο βήμα, να τους περάσουν κουλούρα. Άλλωστε αυτό επιθυμούσε η μανούλα. Να είναι από το σινάφι του νησιώτισσα σπουδαγμένη, με περίσσια τόλμη κι θάρρος. Κι αν διπλασιαζόταν η περιουσία του, θα αποκτούσε διπλό κύρος κι επιρροή. Θυσίες για έναν τίτλο και κοινωνική αποδοχή. Παντρεύτηκαν σε ένα παρεκκλήσι με θέα το πέλαγος. Κι αυτό ήταν η αρχή για το ταξίδι του μέλιτος στην Καζαμπλάνκα.
Οι μπακιρένιες ακτίνες του νυσταγμένου ήλιου βυθίζονταν στην αγκαλιά της δροσερής θάλασσας πλημμυρίζοντας τα κύματα του Ατλαντικού Ωκεανού με τις αποχρώσεις της αγάπης. Η καρδιά της Καζαμπλάνκας καρδιοχτυπούσε δυνατά, μιλιούνια επισκέπτες απολάμβαναν την γαλήνη στο προαύλιο χώρο ρου επιβλητικού Τζαμιού Χασάν. Έξι χιλιάδες τεχνίτες για να επιτύχουν τα εκπληκτικά Μαροκινά ψηφιδωτά, τις αψιδωτές πύλες της ισλαμικής τεχνοτροπίας αλλά κι να χαράξουν το λαξεμένο μάρμαρο κι γρανίτη. Περίτεχνα μωσαϊκά κι στολίδι αρχιτεκτονικής των Μαυριτανών, θρησκευτικό κόσμημα. Ο μιναρές διακρίνεται χιλιόμετρα μακριά με γυμνό μάτι μιας κι αγγίζει τα ουράνια. Σαν πέφτει το απόβραδο, στην οροφή φώτα λέιζερ του δείχνουν το δρόμο προς την Μέκκα.
Αγκαλιασμένοι κι ευτυχισμένοι με θέα τον Ωκεανό είχαν αποτυπωθεί στην οθόνη του κινητού της Βούλας. Μόλις είχαν κατέβει από το Casa Tramway. Το ταξίδι στις γειτονιές του Μαρόκου είχε φτάσει στο τέλος του. Πολυώροφα μικρά διαμερίσματα στοιβαγμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Στενά πλακόστρωτα σοκάκια κι αλέες που αγκομαχούσαν σαν πατούσαν οι διαβάτες. Χίλιες δυο ιστορίες πάθους, αφοσίωσης κι μίσους Νύχτες αναστεναγμών στην Καζαμπλάνκα. Κι αυτό το πάρκο του Αραβικού κόσμου ανάσα δροσιάς στην πολύβουη πόλη. Με πανύψηλους φοίνικες κι σιντριβάνια, παγκάκια κι χώρους αναψυχής για να απολαύσει κάποιος τη φύση. Βοτανικός παράδεισος κι μια ρομαντική συλλογή τον Κωνσταντίνο για να δείξει στις κολλητούς φίλους στιγμιότυπα από το ταξίδι του έρωτα.
«Ώρα για το δείπνο μας αγάπη μου» ο Κωνσταντίνος πέρασε το χέρι του γύρω από την μέση της σαν ανέβηκαν τα σκαλιά του υπερπολυτελούς ξενοδοχείου «Paradiso» στην παραλιακή οδό «Corniche», η περιοχή παχυλό φιλέτο ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων κι κέντρων ψυχαγωγίας.
«Επιτέλους επιστρέψαμε. Πραγματικά το Μαρόκο είναι o κόσμος των αντιθέσεων» η Βούλα δεν έβλεπε την ώρα να χωθεί στην βολική θέση του εστιατορίου με θέα την απεραντοσύνη του ωκεανού κι την γαλήνια μουσική του αλαβάστρινου πιάνου στο κέντρο της σάλας.
«Η βιομηχανική πόλη κι οι φτωχογειτονιές συναντούν την χλιδή».
https://www.citylifemadrid.com/
Ρεβίθια με σταφίδες και ρύζι. Αρνί με δαμάσκηνα. Μπαλάκια τηγανητής πατάτας, περιχυμένα σε πικάντικη σάλτσα Χάρισα. Κους κους με μοσχαράκι σε χοντρό σιμιγδάλι, βρασμένο σε ζωμό κρεάτων. Θα δοκίμαζαν από όλα. Άλλωστε οι σερβιτόροι ήταν συνηθισμένοι στην περιέργεια των επισκεπτών με ακριβά γούστα. Έτσι ο Ρασίλ, υπεύθυνος εστίασης τους περιποιήθηκε σαν άρχοντες. Ένα τεράστιο χαμόγελο διαγραφόταν στα πρόσωπα τους κάθε φορά που διέγειρε ένα καινούργιο πιάτο τις αισθήσεις τους.
«Πω πω, τι μου κάνεις βραδιάτικα» αναφώνησε Βούλα γευόμενη την πρώτη μπουκιά.
«Μετά θα σου κάνω, ακόμη είναι η αρχή» ηδονική λάμψη φώτισε τις καστανές ίριδες του
«Πονηρέ».
«Γιατί δεν σου άρεσαν τα χτεσινά μας παιχνιδάκια;».
«Πολύ. Πραγματικά εδώ είναι μαγικά. Το μέρος, η θέα, όλα».
«Καζαμπλάνκα η πόλη των ψευδαισθήσεων» συλλάβισε ακολουθώντας τον ρυθμό της χαλαρωτικής τζαζ.
«Όντως το συναίσθημα μοναδικό» τα δάχτυλα του πιανίστα κοπάνησαν εκστασιασμένα τα πλήκτρα στον νεύμα μιας πελάτισσας.
«Τι κοιτάς;» την ρώτησε παρατηρώντας μια μοναχική γυναίκα που απολάμβανε το γεύμα της.
«Την κυρία, πόσο ακριβό άραγε είναι αυτό που φοράει;» Το γαλανό βλέμμα της είχε πέσει λίγα μέτρα παρά πέρα σε ένα τραπέζι ντυμένο με χρυσάφι. Τόσο οι πολύτιμες πορσελάνες του σερβίτσιου, τα περίτεχνα κωνικά σκεύη όσο κι η λεοπάρ κυανή πασμίνα που κάλυπτε τους ώμους μιας νεαρής κυρίας. Η Βούλα αναρωτήθηκε για το χρώμα των μαλλιών της καθώς ήταν κρυμμένα σε ένα φούξια μαντήλι. Η ταυτότητα των ματιών της πίσω από σκούρο μακιγιάζ. Κι αυτά τα πύρινα χείλη φωτιά κι λάβρα, ρουφούσαν με τόσο λαχτάρα τον τσάι μέντας που της σέρβιρε ο Ρασιλ.
«Άμα βρούμε θα σου πάρω κι εγώ ένα» συμπλήρωσε παρατηρώντας το αίμα που έσταζε στο λευκό πιάτο σαν τεμάχιζε την μπριζόλα της. Παστίγια με άχνη κι κανέλα περίμενε να γευτούν τα χείλη της. Ζουμερό κρέας κι αρώματα μπαχαρικών. Μπουκιά μπουκιά η γλύκα. Σασούκα και λαχταριστά κομμάτια κοτόπουλου Ταζίν. Κι για επιδόρπιο φύλλα κρούστας και γέμιση αμυγδαλόπαστας. Σπείρα - σπείρα, καυτό σιρόπι μελιού.
«Πρέπει να είναι πλούσια» γυναίκα μονή εκείνη την ώρα, περίεργο.
«Καμιά ψωνισμένη πριγκίπισσα, δεν βλέπεις την ιδιαίτερη μεταχείριση σε σχέση με όλους τους πελάτες;» κάθε πιάτο κι υπόκλιση. Κάθε σερβίρισμα κι κομπλιμέντο.
«Μακάρι να ήμουν κι εγώ» είπε θλιμμένα η Βούλα.
«Ποιος ξέρει αν είναι κλεισμένη σε χρυσό κλουβί, αν τρώει ξύλο κι δεν βλέπει το φως του ήλιου» σαρκάστικε ο Κωνσταντίνος μπρος την τραγική ειρωνεία που βασανίζει τις πριγκίπισσες των ισλαμικών χωρών .
«Για όνομα του Θεού, τι φαντάζεσαι;».
«Ευτυχισμένη πρέπει να είσαι που είμαστε μαζί» ο δείκτης του χάιδεψε την παλάμη.
«Με στεναχώρησες Κώστα όμως» μια γερή γουλιά κρασί την βύθισε στο πονεμένο παρελθόν τους.
«Τέλος καλό όλα καλά» απάντησε ξέπνοα.
«Ναι καρδιά μου» σκούπισε τα δάκρυα με την πετσέτα. Σηκώθηκε επιθυμούσε να πάει στην τουαλέτα να ξεσπάσει ή καλύτερα όπως πίστευε να διορθώσει το μακιγιάζ της.
Για μια στιγμή νόμισε πως η πάμπλουτη σκλάβα τον κοιτούσε με νόημα. Οι λευκοί κυνόδοντες της αποκαλύφτηκαν σαν έλαμψε το χαμόγελο της. Μια ακόμη οπτασία στην την πόλη των αισθήσεων, «Λυσσασμένη σκύλα» σκέφτηκε παρατηρώντας τις περιποιήσεις του Ρασίλ. Αστραπιαία πέρασε από τον νου του η ιδέα να την κατακτήσει. Άλλωστε δεν θα ήταν η πρώτη φορά. Δυο ιδρωμένα σώματα που θα αγκομαχούσαν πάνω σε χρυσοκέντητα χαλιά για μια νύχτα κι ύστερα τέλος, όσο κι μια τζούρα από το πούρο της. Η σαγήνη θα διαρκούσε ο κι η καύτρα στο τασάκι της. Ο εγωισμός του θέριεψε, η γροθιές του τσαλάκωσαν το τραπεζομάντιλο. Ένιωσε ευάλωτος σαν η διαπεραστική ματιά της άγνωστης αποκρυπτογραφούσε τις σκέψεις του. Γνώριζε πως το φιλί της επιστροφής στα χείλη της γυναίκας του δεν ήταν παρά ένα τέχνασμα αποπλάνησης. Κι αυτή η ανόητη πίστεψε πως ήταν έκφραση αγάπης.