Το θρόισμα των φύλλων στο απαλό αγέρι, γαλήνιο νανούρισμα την ώρα που η πόλη κοιμόταν. Άτσαλες νότες χοροπηδούσαν στο πεντάγραμμο ενός λαγούτου καθώς εφηβικά δάχτυλα πίεζαν επίμονα τις χορδές του. Επιτέλους ο μικρός Ορφέας είχε εξελίξει την τεχνική του. Ο πατέρας του θα ένιωθε υπερήφανος, με λίγη εξάσκηση ακόμη εντυπωσίαζε τον τοπικό άρχοντα της καστροπολιτείας στο πανηγύρι της Αστροφεγγιάς.
«Πωπω ρε παιδάκι μου μας ζάλισες! Ούτε στην Γη ησυχία πια;» τσίριξε μια φωνή κρυμένη στα φυλλώματα ενός γηραιού πλατάνου.
«Ποιος είναι εκεί;» Η μελωδία διακόπηκε απότομα. Στο άκουσμα της διαπεραστικής τσιρίδας οι παλάμες του ίδρωσαν και η καρδιά φτερούγισε στα σπλάχνα. Άλλο κι τούτο. Ποιος τον κατασκόπευε; Το είχε σκάσει από το σπίτι. Κανείς δεν τον είχε ακολουθήσει στην μυστική κρυψώνα του. Πάντα μετρούσε τα βήματα του στο δάσος κι ξετρύπωνε σαν βυθιζόταν ο ήλιος στην αγκαλιά του δειλινού.
«Κανείς» η φωνή γέλασε περιγελαστικά προκαλώντας του μεγαλύτερη αθυμία.
«Βγες αν τολμάς! Βγες αν είσαι άντρας σε προκαλώ! Τι κρύβεσαι σαν σχολιαρόπαιδο;» ούρλιαξε ο Ορφέας υψώνοντας το λαγούτο του προς την κορυφή του δέντρου.
«Δεν θα το έλεγα» μια αλαβάστρινη φιγούρα αιωρούταν στον αέρα. Στροβιλίστηκε γύρω από τον εαυτό της κι έκανε μια βαθειά υπόκλιση.
«Παναγία μου τι είσαι εσύ; Στοιχειό; Φύγε από εδώ». Τα πέλματα του Ορφέα βούλιαξαν στο πηλώδες έδαφος σαν πισωπάτησε. Μόλις η τρομάρα εγκατέλειψε το στήθος του κι η κυρίευσε το μυαλό του επιτέθηκε στο παράξενο πλάσμα. Χρησιμοποίησε το μουσικό όργανο ως ρόπαλο, μα δεν κατάφερε να την πετύχει ούτε μια φορά. Παρότι ήταν άσσος στο σημάδι, η αιθέρια σιλουέτα αποδείχτηκε ταχύτατη.
«Με αποκαλούν Φεγγαρένια» κάθισε σαν απόκοσμη νεράιδα στο κλαδί του πλάτανου.
«Δηλαδή θες να μου πεις πως κατέβηκες από το φεγγάρι;» ο Ορφέας άσθμαινε, το στέρνο του παλλόταν δυνατά. Εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια να την εξοντώσει. Το ένστικτο του, του ψιθύριζε πως δεν επρόκειτο για απειλή.
«Ναι ήθελα να δω τι κάνουν οι άνθρωποι, αν κι από ότι λένε τα βράδια κοιμούνται στο αφράτο κρεβατάκι τους» η Φεγγαρένια ξεφύσησε λυπημένη. Ποιος ξέρει πλάσμα τα του είδους της αν ονειροβατούσαν στον κόσμο των ανθρώπων. Έκλεβαν τα όνειρά τους και τους βύθιζαν στην λήθη των ψευδαισθήσεων.
«Άρα θα λάμπεις όλη τη νύχτα;» το βλέμμα του ακολούθησε την ιριδίζοντα επιδερμίδα της. Την θερμή αύρα που ανάδυε το κορμί της και το λαμπερό υπόκωφο φως η αστραφτερή χαίτη της.
«Ακριβώς φωσφορίζω, δεν μπορώ να κρυφτώ» μια νότα σαρκασμού έσπασε τον πάγο μεταξύ των δυο οντοτήτων.
«Μα είσαι υπέροχη, σαν θεά από τα ουράνια» θαυμασμός καθώς ο Ορφέας αντίκριζε το πιο πολύτιμο στολίδι. Ανεκτίμητο θησαυρό του ηλιακού συστήματος. Μια φυλή τόσο αρχέγονοι όσο οι προγονοί του. Οι θρύλοι το εξιστορούσαν, οι μύθοι σιωπούσαν, ιστορίες, παραμύθια της λαογραφίας.
«Τι γλυκό, είσαι ο πρώτος που μου το λέει» οι παλλόμενες ίριδες της άστραψαν στο χρώμα του κυανού ουρανού .
«Και δεν μου λες πώς είναι εκεί πάνω;» ο δείκτης του σημάδεψε το ολόγιομο φεγγάρι.
«Έχει πολύ φασαρία. Τα αστέρια συζητούν συνέχεια. Αφηγούνται ιστορίες πέρα από κάθε φαντασία. Κι πάντα τα νέα ταξιδεύουν με την ταχύτητα του φωτός από άκρη σε άκρη κάθε γαλαξία».
«Μακάρι να μπορούσα να ακούσω έστω κι ένα τι λέει; Θα χάριζα κι την κιθάρα μου!» Το πρόσωπό του σκυθρώπιασε. Οι γραμμές του μετώπου του σκλήρυναν. Χώθηκε στην κουφάλα του δέντρου αγκαλιά με το λαγούτο του κι έχωσε τα ακροδάχτυλα του στις στιλπνές εβένινες μπούκλες του.
«Δεν χρειάζεται να τάξεις τίποτα για να σου απαντήσει. Μόνο να του πεις την αλήθεια, με αγνή καρδιά, χωρίς ψέματα κι μυστικά» με ένα γιγαντιαίο άλμα η μικρή σιλουέτα στροβιλίστηκε μπρος τα έκπληκτα γαλανά μάτια του. Θαύμασε το φως του ωκεανού κι χάθηκε για μια στιγμή μέσα τους ανακαλώντας τις επιθυμίες του νεαρού μουσικου.
«Και πως θα το κάνω αυτό;»
Μόλις τα πέλματα της ακούμπησαν το γάργαρο νερό, μια εκπληκτική λάμψη έλαβε μέρος. Ο Ορφέας έκρυψε με την παλάμη τα μάτια του για να προστατέψει την όρασή του. Δειλά δειλά σαν άνοιξε τα ακροδάχτυλα του αντίκρισε μια νεαρή γυναίκα. Κι όμως μερικά δευτερόλεπτα πριν δεν ξεπερνούσε το ένα μέτρο. Ο αραχνοΰφαντος μανδύας της ήταν κεντημένος με τα δάκρυα του ουρανού. Πολύτιμους ηφαιστιογενείς λίθους από τους κρατήρες της Σελήνης. Οι ατίθασες τούφες της ολόλευκες σαν το αφράτο χιόνι. Κι αυτά τα τσουλούφια της , παιχνιδιάρικα σαν η δροσιά του πρωινού. Μέση δαχτυλίδι, σαν κερί ψηλή, ποιος ξέρει πόσα χρόνια έκρυβε το δροσερό πρόσωπο της. Μάνα, αδερφή, θέα φύση.
«Θα πάς στην άκρη του ποταμού, κι θα φωνάξεις δυνατά σαν καθρεφτίζονται τα αστέρια. Τα παλμικά κύματα θα γίνουν κοσμικές νότες ψίθυροι στα λαμπερά αυτάκια τους. Θα σκύψεις κι θα τοποθετήσεις το αυτάκι σου πάνω από την επιφάνεια του νερού σαν γονατίζεις στην όχθη» ακολούθησε κάθε κίνηση που υπέδειξε στον Ορφέα.
«Και θα σου απαντήσουν ότι τα ρωτήσεις;».
«Ότι , ότι κι αν τα ρωτήσεις, αλλά μην στεναχωρηθείς αν σου ομολογήσουν κάτι που δεν θες να ακούσεις» πετάρισε τα ασημένια βλέφαρά της.
«Όλα τα συναισθήματα χρειάζονται στην ζωή μας, ώστε να μαθαίνουμε να τα εκτιμούμε».
«Κι η λύπη; Η θλίψη κι ο πόνος;» το τρίπτυχο βασανιστήριο της οδύνης.
«Φυσικά για να νιώσεις την ευτυχία!» ένα λαμπερό χαμόγελο σφράγισε τα χείλη του.
«Περίεργοι που είναι οι άνθρωποι».
«Έτσι επιτυγχάνεται η αρμονία».
«Μα ποιος θέλει το κακό;» η Φεγγαρένια ρώτησε με απορία
«Κανείς. Μα μην ξεχνάς ουδέν κακό αμιγές καλού» ο Ορφέας γρατζούνησε το λαγούτο κι άρχισε να παίζει έναν ήρεμο σκοπό.
«Και δεν μου λες πως σου φαίνονται οι Γήινοι;»
«Είναι θλιμμένοι. Σκέφτονται χίλια μύρια σαν τις φουρτουνιασμένες θάλασσες και τους άπειρους κρατήρες του φεγγαριού. Αναζητούν την ευτυχία, μα την αφήνουν να ξεγλιστρήσει μέσα από τα χέρια τους διότι είναι εγωιστές» η θλίψη είχε φωλιάσει στην καρδιά της, πόνος ψυχής πλήγωνε τον κόρφο της. Συμπλήρωσε ξέπνοα «Όλο τρέχουν δυστυχώς»
«Γιατί;»
«Γιατί τους το λέει η κοινωνία, η ίδια τους η συνείδηση» η Φεγγαρένια κρύφτηκε πίσω από ένα φύλλωμα στην προσπάθεια να πλησιάσει τον Ορφέα.
«Εγώ τρέχω όταν το θέλω όπως θέλω κι όσο θέλω» της απάντησε με ενθουσιασμό.
«Άρα δεν είναι ελεύθεροι. Κάποιος τους διατάζει. Οι ευγενείς άρχοντες, τα νήματα της λογικής της υποχρέωσης» αποκρίθηκε απογοητευμένη.
«Κανείς δεν θα μου πει τι να κάνω, είμαι κύριος του εαυτού μου».
«Αλήθεια, κι τι έχεις σκοπό;»
«Παλεύω μόνος με ότι όπλα διαθέτω».
«Σαν τι εφόδια να διαθέτει ένα μικρό παΐδι πέρα από ανεμελιά κι μεγάλη γλώσσα;».
«Αυτοπεποίθηση, συμπόνια, ταπεινότητα και θάρρος» αξίες κι αρχές που πρέπει να διέπουν μια ενάρετη ζωή.
«Η συμπόνια έχει χάσει την σημασία της».
«Μα γιατί; Έχω ακούσει ότι οι Φεγγαρένιοι φημίζονται για την αδελφικότητα τους κι την αμοιβαία υποστήριξη, έτσι τουλάχιστον μου έχει πει ο πατέρας μου». Ώστε πίσω από τον μικρό θαρραλέο τιτάνα κρυβόταν η παρουσία ενός δυναμικού γονέα. Πιθανότατα με παρόμοιο ύφος κι τσαγανό.
«Στην χώρα μου είναι συνώνυμο της προδοσίας».
«Αν ένας φίλος σου έχει μεγάλη ανάγκη δεν θα τον βοηθήσεις;»
«Θα του δώσω την μισή μου καρδιά, αν όχι ολόκληρη».
«Τότε λοιπόν τι ξεστομίζεις;».
«Κάπως έτσι η Βασίλισσα της σκοτεινής πλευράς, Εκάτη κατέλαβε το βασίλειο της φωτεινής. Πεινασμένοι κι αβοήθητοι οι κάτοικοι της Σκιάς. Λιπόσαρκοι γεμάτοι αρρώστιες έτρεξαν να ξεφύγουν από το μένος της. Ο Βασιλέας της Αυγής Αρτέμης τους φρόντισε από το υστέρημα των αστρικών αμπελιών, της αραχνοΰφαντης βροχής των διαττόντων αστέρων κι του γαλαξιακού νέκταρ. Κι αυτοί επαναστάτησαν».
«Σοβαρά; Μα αυτό είναι αχαριστία»
«Ή απλά αδυναμία. Δεν έχεις ακούσει ποτέ για τα ερείπια της Σελήνης;»
«Όχι για πες;» ακολούθησε μια συγχορδία χασμουρητών ώσπου η φαντασία έγινε ταξίδι.
«Για αιώνες, χρόνια ολάκερα στρατιές μάχονταν με μένος. Όπλα, σπαθιά, κι βέλη. Κρύσταλλοι μαγικοί κι ακτίνες λέιζερ. Εκρήξεις κι λάμψεις. Τέρατα κι πολεμιστές. Πολιτείες έπεσαν στο βωμό της κυριαρχίας. Η δύναμη της σκοτεινής πλευράς όλο και δυνάμωνε σαν ιός που εξαπλωνόταν με κάθε πόλη που λεηλατούταν. Αδίστακτη. Ανελέητη. Απάνθρωπη, την αποκαλούσαν κι δεν ήταν παρά μια μοχθηρή μάγισσα που διψούσε αδυνατώντας να δαμάσει τα πάθη της».
«Φεγγαρένια σε παρακαλώ συνέχισε» η νύστα διαγραφόταν στο κοιμισμένο βλέμμα του με δυσκολία προσπαθούσε να απασφαλίσει τα βλέφαρα του.
«Κοιμήσου καλέ μου κι θα τα πούμε αύριο το βράδυ».
«Σε παρακαλώ μην με ξεχάσεις».
«Όσο το Φεγγάρι λάμπει, ποτέ!».
VickyGB 26/6/2018