Σήμερα, στο aisthisis.gr έχουμε την χαρά, να φιλοξενούμε την συγγραφέα Βάνα Βουρτσάκη και το πρώτο συγγραφικό της έργο με τίτλο «Όσο πάει» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Υδροπλάνο.
Χ.Μ: Καλώς ήρθατε στο aisthisis.gr κυρία Βουρτσάκη κι ευχαριστούμε για την συνέντευξη που μας παραχωρείτε.
Πείτε μας μερικά πράγματα για εσάς.
Β.Β: Να σας ευχαριστήσω κι εγώ για το χώρο που μου δίνετε να μιλήσω για το βιβλίο. Είμαι δασκάλα, διευθύντρια συγκεκριμένα σε ένα σχολείο, έχω σπουδάσει θέατρο και ασχολούμαι πέρα από την παιδαγωγική και τα παιδιά που λατρεύω με παραστάσεις, θεατρικό παιχνίδι και φυσικά με τη συγγραφή.
Χ.Μ: Το βιβλίο «Όσο πάει» είναι το πρώτο σας έργο στον χώρο της λογοτεχνίας σωστά; Πώς νιώσατε όταν μάθατε ότι βρήκε εκδοτική στέγη; Ποια τα συναισθήματα σας, όταν κρατήσατε το πρώτο αντίτυπο στα χέρια σας;
Β.Β: Κάποιες φορές οι λέξεις αδυνατούν να δώσουν το περιεχόμενο των συναισθημάτων. Η θετική απάντηση από τις εκδόσεις υδροπλάνο, η θέση που μου παραχώρησαν στην εκδοτική τους φωλιά μου χάρισαν την ώθηση που χρειαζόμουν. Η απρόσμενη χαρά από την αποδοχή και η αίσθηση ότι το έργο που έγραψα έχει μία δυνατότητα να αποκτήσει σάρκα και οστά είναι αδύνατο να περιγραφεί. Μέσα από την καρδιά μου ένα τεράστιο ευχαριστώ για το βιβλίο που κράτησα στα χέρια μου, για το υπέροχο εξώφυλλο, για την επιμέλεια. Απίστευτο μου φάνηκε πως ολόκληρη ομάδα ασχολήθηκε με το δικό μου έργο.
Χ.Μ: Τι ήταν εκείνο που σας ενέπνευσε να γράψετε το «Όσο πάει»; δυσκολευτήκατε κατά την συγγραφή του;
Β.Β: Είναι ένα έργο που γράφτηκε σταδιακά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Κάθε φορά οι ήρωες άλλαζαν χαρακτήρα, πλαίσιο κινήσεων. Η πλοκή έπαιρνε διαφορετικές μορφές. Μόνο ο κεντρικός ήρωας παρέμεινε ίδιος, αυτός που ήταν η πηγή έμπνευσης. Ο μοναχικός άνδρας που κάθε καλοκαίρι έβλεπα να επιλέγει το ίδιο σημείο για να απολαύσει τη θάλασσα και το κολύμπι ήταν η αιτία. Πολλές φορές αναρωτήθηκα ποια είναι η ζωή του, για την εμμονή του στην επιλογή του ίδιου σημείου, για τη μοναχικότητά του. Έτσι ξεκίνησαν όλα, από εκείνον.
Χ.Μ: Το βιβλίο σας χωρίζετε σε δύο χρονικές περιόδους, όπου η μία εναλλάσσεται με την άλλη. Στην πρώτη περίοδο, μαθαίνουμε για την ζωή της Χριστίνας, τις σκέψεις και παθήματα της. Τι χαρακτήρας είναι η Χριστίνα; Εσείς τι διαφορετικό θα πράττατε στην θέση της;
Β.Β: Η Χριστίνα είναι οι φίλες που κατά καιρούς έχουν περάσει από τη ζωή μου και έχουν βιώσει την απόρριψη. Παρόλο το δυναμισμό της έκανε ένα τεράστιο λάθος. Αφέθηκε ολοκληρωτικά στον άνδρα της, του έδειξε απόλυτη εμπιστοσύνη. Έτσι αναγκάστηκε μετά την αποκάλυψη της προδοσίας να αγκαλιάσει υστερικά την μοναξιά της, να χωθεί μέσα σε ένα κόσμο που στένευε ολοένα και περισσότερο, δεν τη χωρούσε. Συμπορεύτηκα μαζί της, έζησα όλες τις διακυμάνσεις που βίωσε. Την κουβαλώ μέσα μου και νομίζω πως δεν θα μπορούσα να πράξω κάτι διαφορετικό. Ίσως εξαιτίας ενός υπερβολικού θυμικού να ήμουν πιο απόλυτη στη διαχείριση της σχέσης με τον άνδρα που την απέρριψε. Ίσως..
Χ.Μ: Στην δεύτερη περίοδο βλέπουμε την ιστορία της Ελλάδας από το 1921 μέχρι το 1975 σχεδόν. Πόσο δύσκολο ήταν να διαχειριστείτε τόσους διαφορετικούς χαρακτήρες, σε τόσες διαφορετικές ιστορικές περιόδους της χώρας μας;
Β.Β: Ποτέ δεν σκέφτηκα πως αυτό που ξεκίνησα να γράφω στην αρχή για τον μοναχικό άνδρα θα με οδηγούσε σε τόσες ιστορικές αναζητήσεις. Ούτε καν φαντάστηκα πως θα κατέληγε με αυτή τη μορφή που εκδόθηκε. Ξαφνικά οι ήρωες βρήκαν τη δική τους υπόσταση, μιλούσαν, είχαν άποψη, με οδηγούσαν να ασχοληθώ με ιστορικά κείμενα, να κρατώ άπειρες σημειώσεις, να πελαγώνω. Τα μουντζουρωμένα και τσαλακωμένα άπειρα χαρτιά μαρτυρούν την αναζήτηση για να γίνουν λέξεις και προτάσεις όλα όσα κρατούσα μέσα μου. Μια μέρα όλα πήραν το δικό τους δρόμο, οι χρονολογίες, τα πρόσωπα. Κάποιες φορές πιστεύω πως το βιβλίο το έγραψαν οι ήρωες που απέκτησαν δική τους φωνή και επιθυμία.
Χ.Μ: Δύο από τους χαρακτήρες που ξεχώρισα κατά την ανάγνωση του βιβλίου, είναι εκείνος της Κατερίνας και της Ελένης. Δύο διαφορετικές προσωπικότητες που όμως μοιράζονται κάποια κοινά παθήματα. Η Ελένη ωστόσο είναι εκείνη που σπάει τον ατέρμονο κύκλο της βίας που ενώνει τις πέντε αυτές οικογένειες. Τι είναι αυτό που την παρακινεί;
Β.Β: Είναι μια πολύ δυνατή ερώτηση αυτή που μου θέσατε. Μερικές φορές νομίζω πως δυσκολευόμαστε να διαπιστώσουμε την ευθύνη μιας σκληρής αλήθειας. Το κόστος που απορρέει από αυτήν το φοβόμαστε. Τρέμουμε, αναγκαζόμαστε να λέμε ψέματα στον εαυτό μας. Πλάθουμε ιστορίες για να μην μπούμε στον πανικό της αποκάλυψης. Νομίζω πως η Ελένη κατάφερε να βγει από τον κύκλο, επειδή κατάφερε να σεβαστεί τον εαυτό της. Μπόρεσε να κοιτάξει κατάματα την αλήθεια, να την αποκαλύψει επειδή είχε την αποδοχή την αλληλεγγύη, τον αμοιβαίο σεβασμό από την οικογένειά της. Η ευτυχία που απορρέει από τις ανθρώπινες σχέσεις, αυτή που βίωνε η ίδια στο σπιτικό της την οδήγησαν στο μονοπάτι της αλήθειας, την όπλισαν να σπάσει το τοξικό απόστημα που την ταλαιπωρούσε χρόνια.
Χ.Μ: Στην ιστορία, ο Φώτης, ο γιος της Ελένης, μένει προσκολλημένος στο παρελθόν κι αυτό επηρεάζει την σχέση του με την Χριστίνα. Κατά την γνώμη σας, θα πρέπει να μένουμε κολλημένοι στα περασμένα ή να προσπαθούμε να κάνουμε το αύριο που μας περιμένει πιο όμορφο;
Β.Β: Πιστεύω πως αυτό που πέρασε δεν μπορεί να μας κρατά αλυσοδεμένους, επειδή δεν μπορεί να αλλάξει. Είναι πια ένα δεδομένο. Θεωρώ πως είναι ανάγκη να παλεύουμε για να ζήσουμε ένα καλύτερο αύριο, να δημιουργήσουμε μια άλλη πραγματικότητα. Ίσως αυτό μας βοηθήσει να βάλουμε στην άκρη τα θηρία που κουβαλάμε μέσα μας. Αυτή η προσπάθεια νομίζω πως θα μας δώσει την ώθηση να μάθουμε τον εαυτό μας καλύτερα, να τον κατανοήσουμε, να τον κάνουμε πιο αποδεκτό. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να υπάρχουμε, να ξεπερνάμε τα κακώς κείμενα, να στεκόμαστε στα πόδια μας, να προχωράμε παρακάτω, να συγχωρούμε, να σκεφτόμαστε αισιόδοξα ακόμα και μέσα στη σκοτεινιά. Κάπως έτσι μπορούμε να χαμογελάμε και να πηγαίνουμε κόντρα στα ρεύματα της μιζέριας.
Χ.Μ: Στο βιβλίο σας, είναι εμφανής η μάχη του καλού με το κακό. Των ανθρώπων που αγωνίζονται κι εκείνων που δεν διστάζουν να πατήσουν πάνω σε πτώματα για να καταφέρουν αυτό που θέλουν. Κάτι το οποίο εξακολουθεί να συμβαίνει και σήμερα. Πώς πιστεύεται ότι θα μπορούσαμε να το αλλάξουμε αυτό;
Β.Β: Μεγαλώνουμε με αυτή την μάχη, έτσι νομίζω. Το παιχνίδι αυτό είναι αρχέτυπο. Μόνο που θεωρώ πως οι δύο αυτές λέξεις το καλό και το κακό έχουν πολλές παραλλαγές και ερμηνείες. Από την άλλη ο κόσμος μας αλλάζει ραγδαία, σε ατομικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο. Βιώνουμε την αστάθεια, τη βία, την τοποθέτηση των δυνάμεων του κακού σε θέσεις εξουσίας, τη διαφθορά. Η μάχη του καλού και του κακού δεν είναι εύκολη. Η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ εύκολα να απαντήσω για το πώς μπορούμε να το αλλάξουμε όλο αυτό το πλαίσιο. Η πιο εύκολη απάντηση θα ήταν με συλλογικές διαδικασίες, όταν τα πολλά ξεχωριστά «εγώ», γίνουν «εμείς». Πιστεύω πως για όλα χρειάζεται να παλέψεις, να σφίξεις τα δόντια σου, να ακούσεις τις αλήθειες που υπάρχουν μέσα σου, να σταματήσεις τη φθορά και την αυτοκαταστροφή.
Χ.Μ: Μέσα από το σκοτάδι, πάντα ξεπροβάλλει το φως και η ελπίδα, όπως και στο βιβλίο σας. Τι θα λέγατε σε όλους εκείνους που παλεύουν ακόμα με τα σκοτάδια τους;
Β.Β: Μακάρι να μπορούσα να απαντήσω εύκολα σε μια τόσο σημαντική ερώτηση. Φως και σκοτάδι λοιπόν από τη μια και ένα εγώ που συνέχεια αποζητά την ικανοποίηση από την άλλη. Θεωρώ πως δεν πρέπει να αποφεύγουμε τα σκοτάδια μας αλλά να ζούμε την πάλη που γίνεται μέσα σε αυτά. Μπορεί έτσι να ανακαλύψουμε δυνάμεις, να βρούμε μικρές λάμψεις που θα μας οδηγήσουν σε κάποιο πραγματικό φως, εκεί όπου θα καταφέρουμε να πιστέψουμε στον εαυτό μας. Άλλωστε πολύ συχνά λέγεται πως για να βρεις το φως πρέπει πρώτα να συναντηθείς με το σκοτάδι. Εδώ βέβαια ελλοχεύει ο κίνδυνος να ενσωματωθείς μέσα σε αυτό, να τοποθετήσεις τον εαυτό σου μέσα σε μια φυλακή που έχτισες. Τότε χρειάζεται μεγαλύτερη πάλη για να βρεις τις λάμψεις εκείνες που θα φωτίσουν τη σκοτεινιά. Τελικά συνέχεια μέσα στη ζωή παλεύουμε για να κρατήσουμε τα δάκρυα να μην τα δουν οι άλλοι, να μη νοιαζόμαστε για ανθρώπους που μας πλήγωσαν , για να μεγαλώσουμε τα φτερά μας σε ένα δικό μας πέταγμα.
Χ.Μ: Αν σας δινόταν η ευκαιρία να συναντηθείτε και να συνομιλήσετε με έναν από τους χαρακτήρες του βιβλίου σας, ποιος θα ήταν αυτός και τι θα του λέγατε;
Β.Β: Μπορεί να σας φαίνεται παράξενο αλλά θα ήθελα να βρεθώ με τον Κώστα Βασιλείου, τον έμπορο, ή με τον Κωνσταντίνο τον εγγονό. Επειδή πιστεύω πως όλα όσα βιώνουμε, όλα όσα νιώθουμε έχουν τη βάση τους στην παιδική ηλικία, θεωρώ πως οι ήρωες αυτοί δεν εισέπραξαν ποτέ την αγάπη και την ασφάλεια που χρειάζονταν. Όλο αυτό τους οδήγησε στον χαρακτήρα που διαμόρφωσαν. Θα συζητούσα μαζί τους για το φόβο που κρύβουν μέσα τους για την έλλειψη κάποιου καταφύγιου που θα τους έδινε την απαραίτητη θαλπωρή. Πιστεύω πως ταυτίζονται στην απώλεια της τρυφερότητας. Θα ήθελα να συνειδητοποιήσουν ότι επειδή δεν τους έμαθε κανείς να αγαπούν επέλεξαν αυτοί τις καταστροφικές διαπροσωπικές σχέσεις, σαν να μην είχαν άλλο δρόμο επιλογής. Το μίσος που νοιώθουν είναι κατά βάθος μια αναζήτηση της αγάπης πιθανόν συγκαλυμμένη.
Χ.Μ: Ποια είναι τα επόμενα συγγραφικά σας σχέδια;
Β.Β: Έχω έτοιμα δύο έργα και τώρα βρίσκομαι στη συγγραφή ενός ακόμα. Μέσα στο μυαλό μου όμως κυκλοφορούν ήρωες που ακόμα δεν έχουν πάρει την υπόσταση που πρέπει. Η αλήθεια είναι πως υπάρχει μια βαθιά ανάγκη έκφρασης του εσωτερικού μου κόσμου και οι σκέψεις αυτές βρίσκουν διέξοδο στο χαρτί. Με ελκύουν οι άπειρες ανατροπές και η προσπάθεια να καταλάβω τον ήρωα που γεννιέται μέσα από τις σελίδες.
Χ.Μ: Σας ευχαριστούμε πολύ για τον χρόνο σας. Ευχόμαστε μέσα από την καρδιά μας, το έργο σας να είναι καλοτάξιδο. Θα θέλατε να προσθέσετε κάτι για το τέλος;
Β.Β: Μου δώσατε την ευκαιρία να δω με μια διαφορετική ματιά το βιβλίο αλλά και τους ήρωες, να ανακαλύψω αλήθειες μέσα στις λέξεις. Σας ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου για το όμορφο ταξίδι που έκανα μέσα από τις πολύ ενδιαφέρουσες και σημαντικές σας ερωτήσεις. Να είστε πάντα καλά!!