Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένας μεσήλικος ψαράς με εμφανή αραίωση και ίσα που διαγραφόταν η μπιροκοιλιά από το αμάνικο φανελάκι του. Φορούσε πάντα το γκρίζο μπερέ του, ένα στραβοκουμπομένο γαλάζιο πουκάμισο και τη ψαράδικη βράκα του. Ξεκινούσε από το αχάραγο για να φέρει τροφή στην οικογένεια του κι άλλες φορές ξενυχτούσε ως αργά με το πυροφάνι.
Έτσι λοιπόν ένα βράδυ αφουγκράστηκε τα δίχτυα του να σαλεύουν. Έφερε το φανάρι κοντά στο πρόσωπό του. Η γλυκιά θερμότητα χάιδεψε το μάγουλό του. Έσκυψε για να διακρίνει καλύτερα τον βυθό. Παρατήρησε μια γυναικεία σιλουέτα να κολυμπάει δίπλα στα ψάρια! Τι θαύμα, μια γοργόνα ή μήπως μία νύμφη του νερού; Κάποτε ένας ηλικιωμένος ναυτικός του είχε μιλήσει για τα τέρατα του βυθού. Ένιωσε να χάνεται στις κυανές ίριδες των ματιών της. Εκείνο το βράδυ στάθηκε άτυχος στην ψαριά, μα η καρδιά του είχε ευφρανθεί τόσο πολύ που γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι.
“Άστα γυναίκα, ανακάλυψα το διαμάντι του βυθού”.
“Τρελάθηκες άντρα μου που σκέπτεσαι αερικά, μόνο κακός οιωνός είναι αυτά” αντέκρουσε η Λι Αν.
Κι όντως την επόμενη μέρα το καλάθι του ήταν αδειανό. Καμιά ψαριά, κρίμα τα δολώματα. Δεν σαγήνευαν τα ψάρια και το πλάσμα τα έδιωχνε από τα αιχμηρά καμάκια τους.
“Άντρα μου είναι κάποιο στοιχειό, φύγε από εκεί!” φώναξε η γυναίκα του ψαρά σαν τον είδε καταϊδρωμένο με άδεια την πραμάτεια του πρωινιάτικα. Τι να κάνει ο έρμος ξεκίνησε για την αγορά να πνίξει τον πόνο του με κάποιο από τα κουτσομπολιά. Τυχερός συνάντησε τον πραματευτή της Ανατολής. Ο ξακουστός Αλομάρ, διέσχιζε με το καραβάνι του όλη την Ασία. Φορούσε ένα βαθυκόκκινο τουρμπάνι στο κεφάλι ενώ η γενειάδα του ήταν κατάλευκη και το δέρμα ξεπρόβαλε μέσα από την έθνικ τουνικ του σταρένιο με κηλιδωτές πανάδες όπου τον έγλυφε ο ήλιος.
“Βρε καλώς τον αγαπητό μου Σιν Τσιν” ο Αλομάρ άνοιξε διάπλατα τα χέρια του.
“Καλώς τον πολυταξιδεμένο μου φίλο” απάντησε ο ψαράς και κάπως έτσι έκατσε μαζί του και του περιέγραψε τα κατορθώματα των προηγούμενων βραδιών. Ο έμπορος γεμάτος ζήλο παρακολούθησε την ιστορία του έως ότου κάποια στιγμή έξυσε το πηγούνι του σκεπτικός .
“Αν μου δώσεις την επόμενη ψαριά θα σου δώσω ένα μαγικό δίχτυ. Όχι μόνο θα πλησιάσεις στα απόρθητα νερά του υφάλου αλλά θα βγάλεις τόνους ψάρια”.
Ο ψαράς συμφώνησε αν και του φαινόταν αδύνατο λόγω του φεγγαριού εκείνων των ημερών.
Η βάρκα του βρισκόταν στην μαύρη ακτή με τα άσπρα βότσαλα. Μερικά μέτρα πιο πέρα από την υφαλώδη αλιευτική περιοχή. Ο Σιν Τσιν θα ορκιζόταν ότι άκουγε μια απόκοσμη βαθιά φωνή να τον καλεί καθώς ο άνεμος έγνεφε στις πέτρες. Είχε ακούσει για τις ιστορίες που τους καλούσαν τα στοιχειά είτε για να τους βουλιάξουν το καράβι στην σκοτεινή θάλασσα της λήθης είτε για να τους παρασύρουν στον άυλο κόσμο των ασώματων πνευμάτων. Έτσι στάθηκε βράχος στο κάλεσμα του ανέμου και ανέμενε μέχρι που τα δίχτυα τραντάχτηκαν. Σαν πήγε να τα σηκώσει βάρυναν, διέκρινε μια αλαβάστρινη φιγούρα ανάμεσα στα ψάρια. Θαύμασε την αιθέρια ομορφιά της, καθώς πάλευε να ξεφύγει, τις βρεγμένες μπούκλες καθώς κολλούσαν στο γυμνό δέρμα της. Άξαφνα ένα χρυσό φως την τύλιξε και μετουσιώθηκε σε ένα εβένινο ψάρι. Δίχως ο Σιν Τσιν να χάσει καιρό, αν και τον δυσκόλεψε το έβγαλε ευλαβικά από τα δίχτυα και το εναποθέτησε σε ένα κουβά με αλμυρό νερό που φιλούσε στο καΐκι του. Ευχαριστημένος για την αφθονία γύρισε στο σπιτικό του. Προσέχοντας το ψάρι να μην ανακυλήσει το έκρυψε κάτω από τον πάγκο που θα ανατοποθετούσε το εμπόρευμά του.
Από το πρωί κι όλας οι πωλήσεις πήγαν εξαίσια. Οι χωρικοί έκαναν ουρά για φρέσκο ψάρι. Η ώρα κυλούσε όταν εμφανίστηκε ο Αλομάρ χειροκροτώντας δυνατα για την επιτυχία του φύλλου του.
“Βλέπω τα πήγες περίφημα”
“Δόξα ο θεός, μια χαρά. Μου έλεγες και δεν σε πίστευα. Μα καλά από που πήρες το δίκτυ;” ρώτησε έκπληκτος ο Σιν Τσιν ξελεπιάζοντας ένα μεγάλο ψάρι..
“Να είναι καλά οι αλιείς της Ανατολίας. Στις ακτές τους παρουσιάζονται ταράξενα πλάσματα” αποφάνθηκε ο έμπορος
“Θαυματουργό” χαχάνισε ο ψαράς
“ Ήρθα για την ψαριά της ημέρας” μια ελαφρά γυαλάδα κύλησε στο γαλακτώδες ρυάκι των ματιών του.
“Ορίστε διάλεξε ότι ποθεί η ψυχή σου” έτεινε ο ψαράς όλον τον πάγκο του.
“Αυτό που θέλω εγώ δεν είναι εδώ. Κάπου μου το κρύβεις” ο έμπορος έσμιξε τα φρύδια του
“Πάρε διπλά και τριπλά στο ζύγι” κραύγασε ο ψαράς
“Σιν Τσιν κάναμε μια συμφωνία”
“Εντάξει εδώ είναι!” ξεφύσηξε απεγνωσμένα και ανασήκωσε τον κουβά. Το λευκό ψάρι σάλεψε στα σπλάχνα του.
“Ξέρεις πως εγώ μπορώ να το φροντίσω καλύτερα. Μπορείς να έρχεσαι κάθε πανσέληνο στο σπιτικό μου που θα παίρνει γυναικεία μορφή” ψιθύρισε στο αυτί του.
O έμπορος συμφώνησε και έτσι έγινε! Οι μέρες κύλησαν κι έγιναν μήνας. Έσι μια μέρα κατευθύνθηκε προς τον κοντινό λόφο που στεγαζόταν η οικεία του Αλομάρ. Ένα ξύλινο σπίτι με μια τεράστια κερασιά και ένα μαγευτικό ολάνθιστο κήπο στο πίσω μέρος. Ο έμπορος υποδέχθηκε τον ψαρά εγκάρδια και τον οδήγησε στην μικρή λιμνούλα. Εκεί ανάμεσα στα γατόψαρα και τα καβούρια τον περίμενε μια παρουσία. Τα εβένινα μαλλιά της χύνονταν στους γυμνούς ώμους ενώ ενώ τα άκρα της ήταν καλυμμένα με φολίδες. Ο ψαράς πλησίασε δειλά.
“Γιατί με φυλάκισες;” τον ρώτησε με τα σχιστά μάτια της να λάμπουν απόκοσμα.
“Δεν είχα σκοπό. Η περιέργεια μου να μάθω για σένα” αν κι ο τόνος του καθησυχαστικός φούσκωσε ολόκληρος από θαυμασμό.
“Ξέρεις δεν επιτρέπεται να μιλάμε με τους ανθρώπους”
“Μα είστε αρχαίοι κι έχετε τόσα να μας διδάξετε”.
“Σαν μείνει το φεγγάρι λειψό και δεν είμαι στον ωκεανό, άσχημα πράγματα θα συμβούν”
“Δηλαδή;”
Το πλάσμα παρέμεινε σιωπηλό. Αυτό δεν εμπόδισε τον ψαρά να το επισκεφθεί τις επόμενες μέρες. Ο Σιν Τσιν μυήθηκε στους θρύλους των άγνωστων θαλασσών και των ανεπανάληπτων ιστοριών από τα λιμάνια του κόσμου. Φύλαξε τα λόγια της σαν μαργαριταρένιο θησαυρό. Ταξίδεψε νοερά στην φιλοσοφία και την αρχαία σοφία των αθανάτων δαιμόνων.
“Κι όπως είπαμε, θα μείνετε σπίτι και θα κλειδαμπαρωθείτε!” τόνισε ο Άλομαρ στον ψαρά αποχαιρετώντας τον.
Όμως ο Σιν Τσιν σαν ήρθε το γέμισμα της Σελήνης δεν τον άκουσε. Αν κι επέβαλε στην οικογένειά του τον κανόνα αυτός τον παρέβηκε κι έτρεξε μες το μαύρο σκοτάδι στο λόφο. Φυσούσε αναμαλλιασμένος αέρας. Τα παραθυρόφυλλα κροτάλιζαν. Μάταια ο Αλομάρ προσπάθησε να απασφαλίσει το μάνταλο, και τοτε τον είδε να τρυπώνει στον κήπο. Μα καλά ήταν τρελός ο ψαράς; Η ζωή του κινδύνευε. Κι ο ανόητος πλησίαζε το πλάσμα; Ο Αλομάρ έψαξε για κάποιο φυλακτό μέσα από ένα μπαούλο στα πόδια του καθιστικού. Πέρασε ένα βραχιόλι γύρω από τον καρπό του και κράτησε ένα κολιέ με χοντρές χάντρες στην χούφτα του. Έτρεξε να τον σώσει.
Είδε την Νουρ να βγαίνει από την λιμνούλα και να στέκεται άτσαλα στα άκρα της, έτσι του είχε πει πως την αποκολλούσαν οι ρήτορες του χρόνου. Η μορφή της άλλαξε για ακόμη μια φορά, αυτή την φορά έμοιαζε με σκιάχτρο. Δαιμονική, απόκοσμη με εξογκώματα γύρω από τους κροτάφους της, μάτια από μαύρο όνυχα και μια σειρά από σκυλόδοντα έτοιμα να κατασπαράξουν τους πάντες στο πέρασμά της. Τα νύχια των χεριών της ήταν πιο σουβλερά από ποτέ. Ευτυχώς πριν προλάβει ο Σιν Τσιν να πλησιάσει εμφανίστηκε ο Αλομάρ και τον τράβηξε απότομα μιας και από τον φόβο τα γόνατά του είχαν παραλύσει. Του πέρασε το φυλακτό και άξαφνα σαν μαγική δύναμη εξαπλώθηκε και δημιούργησε ένα αόρατο πλέγμα αδυνατώντας να του επιτεθεί το στοιχειό. Και τότε πέταξε μακρυά, προς την πόλη! `
Αν οι άνθρωποι ήταν λύκοι θα έσκουζαν με ανείπωτες κραυγές καταπίνοντας το αφέγκιστο φεγγάρι, καθώς ο δαίμονας διέσπειρε τον τρόμο και τον πανικό στις γειτονιές του ψαροχωριού. Ποτάμια αίματος κηλίδωναν το χώμα, ενώ αιχμηρά αποτυπώματα σημάδευαν τις αυλόπορτες. Κι εκείνοι που πάσχιζαν να σωθούν βρίσκονταν σφιχταγκαλιασμένοι στην πιο αμυδρή άκρη του δωματίου τους με ακτίνα φωτός την λαμπα λαδιού. Η Νούρ δεν άφησε τίποτα όρθιο στο πέρασμά της. Τι κι αν κάποιοι κάτοικοι θέλησαν να φυλακίσουν το τέρας καθώς αυτό απέβηκε ως μοιραίο λάθος τους, το μόνο που κατάφεραν ήταν μια αλυσιδωτή σειρά από ζημιές και εστίες φωτιάς να κυκλώνουν τα πάντα στο πέρασμά τους…
Το πρώτο φως επισήμανε τα χνάρια της τραγωδίας με τους κατοίκους να συμμαζεύουν τα αποκαΐδια και τα συντρίμμια στις περιουσίες τους. Με την πάροδο των ημερών για ανεξήγητο λόγο το πόσιμο νερό μολύνθηκε, ενώ ένα μεγάλο τμήμα των κατοίκων είχε αρρωστήσει.
«Φαίνεται πως το πλάσμα δημιούργησε κάποιο μικρό κλίμα» αποφάνθηκε ο Αλομάρ κοιτώντας τις σελίδες ενός παλιού δερματόδετου βιβλίου.
«Τι να πω καλέ μου, δεν το περίμενα. Αρρώστησε και η γυναίκα μου» είπε σκυθρωπός ο ψαράς.
«Η Νούρ είναι το γιν, πρέπει να βρούμε το γιανκ για να επαναφέρουμε την ισορροπία».
«Με κοροϊδεύεις κι αν αποβεί μοιραίο πάλι;» ξεφύσησε ο Σιν Τσιν.
«Σύμφωνα με τους ρήτορες του χρόνου οι δυο αντίπαλες δυνάμεις ισορροπούν την κοσμική αρμονία» ο έμπορος υπερηφανεύτηκε παραθέτοντας με τον δείκτη του τις γραμμές του κειμένου.
Έτσι ο Σιν Τσιν οπλίστηκε με θάρρος και χάρτη το παλιό εγχειρίδιο των ρητόρων. Το ίδιο βράδυ πήγε με την βάρκα του στον κόλπο των μαργαριταριών. Με το πυροφάνι του έψαξε ανάμεσα στα όστρακα και τους ξιφίες. Πήρε μια βαθιά ανάσα και βούτηξε στα παγωμένα νερά. Ανατρίχιασε ολόκληρος καθώς τα δροσερά ρυάκια μετουσιώθηκαν σε χείμαρρο που έγλυψε κάθε εκατοστό της σάρκας του. Οι ανεμώνες στο αμυδρό φως έμοιαζαν με θανάσιμες παγίδες. Ορδές από πεταλίδες ξεχύθηκαν να τον εμποδίσουνε σαν έσκαψε με ένα ραβδί την βάση ενός βράχου. Πέταξε το μαγικό δίχτυ και έπιασε ένα σωρό στρείδια. Μαζί τους ήταν το μεγαλύτερο κι πιο ακτινοβόλο που είχε δει ποτέ του. Τα είχε καταφέρει.
Επιστρέφοντας στο σπίτι το πρώτο πράγμα που ο Σιν Τσιν έκανε ήταν να τοποθετήσει το στρείδι πάνω στο σοφρά της μικρής οικογένειας. Δυσκολεύτηκε να το ανοίξει αλλά όταν τα κατάφερε ξεπρόβαλε ένα μαργαριτάρι τόσο λαμπερό που χρειάστηκε να τρίψει τα βλέφαρά του. Το μαργαριτάρι υπερδιπλασιάστηκε και το λεπτό φινίρισμα του μετασχηματίστηκε σε γυναικεία μορφή. Τα πέπλα της που κάλυπταν το κορμί της αποτελούταν από το ακριβότερο μετάξι. Τα μάτια της ήταν γκρίζα σαν τον κρυστάλλινο ουρανό και τα μαλλιά της γαλάζια εως το ύψος της μέσης της.
«Με λένε Αζούρ, και κατοικώ στο βυθό, γιατί άνθρωπε με κάλεσες στην ξηρά» βλεφάρισε μπρος τον Σιν Τσιν και την γυναίκα του που ήταν ξαπλωμένη.
«Δυστυχώς απελευθερώσαμε την Νούρ και το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό, η γυναίκα μου και το χωριό αρρώστησε»
«Σας παρακαλώ ένα ποτήρι νερό» στο άκουσμα της στεναχώριας του ψαρά χάιδεψε απαλά το λαιμό της και ξεπρόβαλαν δυο σειρές από μαργαριτάρια. Ύστερα πήρε ένα, το δάγκωσε με τους κυνόδοντές της προκαλώντας τεράστια ρωγμή και στην συνέχεια, το θρυμμάτισε με τα ακροδάχτυλά της μέσα στο νερό. Ο ψαράς το πρόσφερε στην Λι Αν και μεσα σε λίγα λεπτά σηκώθηκε και καλοδέχτηκε την Αζουρ με ένα μεγάλο χαμόγελο.
Όσο για την πόλη, ο Σιν Τσιν με τον Αλομάρ την οδήγησαν μια νύχτα στο υδραγωγείο του Γκοτζίν. Ώσπου βούτηξε μια χούφτα μαργαριτάρια από το αλαβάστρινο δέρμα της και τα πέταξε μέσα στο νερό λέγοντας της εξής ακόλουθη ευχή «Όνειρα αστέρια, διαμάντια της ψυχής, ουρανού και γης». Το νερό πήρε μια χρυσή όψη που εξαπλώθηκε αποκαθιστώντας την διαυγής απόχρωση από το βαθυπράσινο βούρκο.
«Πιείτε όλοι!» φώναξε δυνατά ο Αλομάρ και ύστερα στράφηκε στους δυο φίλους του.
«Τι θα κάνουμε με την Νούρ;»
«Η Νούρ είναι αδελφή μου. Όσο παραμένω μαζί της η δύναμή της μπορεί να δαμαστεί εκτός και αν προτιμάτε να επιστραφεί στο βυθό όπου θα πορευτεί με την επιθυμία της» κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι της η Αζούρ.
Η Αζούρ μεταμορφώθηκε σε στρείδι. Ο ψαράς την κουβάλησε μέσα στο δισάκι του και ο έμπορος τον δέχτηκε με χαρά στη λιμνούλα του κήπου του. Σαν την τοποθέτησε δίπλα από τα βούρλα και τα νούφαρα, το μαύρο ψάρι την αναγνώρισε και στροβιλίστηκε ευτυχισμένα γύρω της. Η χαρά της Αζούρ ήταν τόσο απερίγραπτη που ένα λευκό φως τύλιξε το οστρακό της και μετασχηματίστηκε σε ένα λευκό ψάρι με πέρλες αντί εγκοπές για βράγχια.
Κι οι ημέρες κύλησαν. Στο επόμενο γέμισμα του φεγγαριού ένευσαν χαρούμενα στον Σιν Τσιν που πήγε να τις ανταμώσει.
«Είμαι πολύ ευχαριστημένη που συναντώ την αδερφή μου» είπε η Νούρ με ένα τεράστιο χαμόγελο.
«Λοιπόν θέλετε να παραμείνετε στον ανθρώπινο κόσμο ή να επιστρέψετε στον ωκεανό;» ρώτησε ο έμπορος.
«Φοβάμαι να ελέγξω τις δυνάμεις μου. Όταν με καταβάλει αυτή η μανία γίνομαι τέρας» κάγχασε συγχυσμένη η Νουρ.
«Μην φοβάσαι γι’ αυτό είμαι εδώ να σε προσέχω, καθώς οι ενέργειές μας ενώνονται» αποκρήθηκε η Αζούρ.
«Σας προτείνω όποτε θέλετε να επισκέπτεστε την πόλη » είπε ο Σιν Τσιν»
«Και πως θα συνεννοούνται να τις μεταφέρω αν είναι χώρια;» έξισε το κεφάλι του ο ψαράς.
«Εύκολο αρκεί να δώσω ένα μαργαριτάρι στην Νούρ και αυτή μου δώσει ένα λαμπερό λέπι» χαμογέλασε η Αζούρ.
Και κάπως έτσι τα πλάσματα συμφώνησαν. Απόλαυσαν μάλιστα τον νυχτερινό τους περίπατο ως γυναίκες στους δρόμους και τα πετρόχτιστα σοκάκια του Γκοτζιν. Γεύτηκαν τοπικά εδέσματα και ήρθαν σε επαφή με τους χωρικούς. Η Αζούρ ντυμένη στα λευκά και η Νουρ στα μαύρα, πιασμένες χέρι χερί…Ώσπου ως αλλοτινός καπνός μια μέρα χάθηκαν από το έδαφος της γης, με τον Σιν Τσιν να ρίχνει τα δίχτυα στον ωκεανό και να τις απελευθερώνει.. Κι όταν το επιθυμούσαν μέσα από όνειρα κατά το νυχτερινό πυροφάνι τον επισκέπτονταν και τον χαιρετούσαν επιθυμώντας για ακόμη ένα ταξίδι στην πόλη.
Βασιλική Μπούζα 23/2/2022