Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα δάσος κρυμμένο από των ανθρώπων τα μάτια και φωλιασμένο πέρα από τους ανθοστόλιστους λόφους, κάπου στα άδυτα του παραμυθιού και την μαγεία της φαντασίας ζούσε μια μικρή και πονηρή αλεπού με το όνομα Ρέντ.
Μια μέρα, καθώς ο Ρέντ έτρεχε ανενόχλητος ανάμεσα στους κορμούς των αιωνόβιων δέντρων μια απαστράπτουσα αντανάκλαση τον ξάφνιασε. Ήταν οι χρυσές ακτίνες του ηλίου που διαθλούνταν μέσα φυλλώματα κι αντανακλούσαν στη κρυστάλλινη λίμνη με τα γαλήνια νερά. Απαράμιλλες χρυσαφένιες ανταύγειες βυθιζόταν στα σπλάχνα της κάνοντάς την να θωρείται λες κι κάποιος τεχνίτης την σμίλεψε από το πιο πολύτιμο υλικό.
Η άτακτη αλεπού δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό να ρίξει μια πιο προσεκτική ματιά. Έτσι κατευθύνθηκε στην άκρη της λίμνης εκεί που φυτρώνουν τα βούρλα και άρχισε να κάνει κύκλους γύρω της, λασπώνοντας τα πατουσακια της γοητευμένη από το ιριδίζον ύδωρ.
Καθώς κυλούσε η μέρα, ο ήλιος άρχισε να δύει, καλύπτοντας με μια ζεστή πορτοκαλί λάμψη το δάσος. Ο Ρέντ δεν είχε ξαναδεί τίποτα τόσο όμορφο και αποφάσισε να απολαύσει το ηλιοβασίλεμα. Καθώς καθόταν δίπλα στη λίμνη, ένιωσε μια αίσθηση γαλήνης και ηρεμίας να τον κυριεύει, ένα συναίσθημα που δεν είχε ξανανιώσει.
Για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Ρέντ ξέχασε τα πονηρά κόλπα και τα σχέδια του. Σταμάτησε να σκέφτεται πώς θα μπορούσε να κερδίσει τα θήραμάτα του και άρχισε να εκτιμά την απλή ομορφιά του κόσμου γύρω του.
Καθώς ο ήλιος τελικά γλίστρησε κάτω από τον ορίζοντα, ο Ρέντ συνειδητοποίησε ότι είχε αλλάξει. Είχε ανακαλύψει έναν νέο τρόπο να βλέπει τον κόσμο και τον γέμιζε χαρά και ικανοποίηση.
Από εκείνη την ημέρα και μετά, ο Ρέντ επέστρεφε συχνά στη λίμνη για να λιαστεί και να δει το ηλιοβασίλεμα. Και παρόλο που δεν έχασε ποτέ εντελώς την κατεργάρικη φύση του, είχε μάθει να εκτιμά τις απλές απολαύσεις στη ζωή, όπως την ομορφιά ενός ηλιοβασιλέματος ή τη ζεστασιά του ήλιου στη γούνα του..
B.Γ.Μ