«Η κυρία Σιδεράκη στην υποδοχή παρακαλώ».
Η Άννα άφησε αγανακτισμένη τα γυαλιά της πάνω στο γραφείο κι έπιασε την άκρη της μύτης της ξεφυσώντας. Δεν είχε πολύ ώρα, κλεισμένη στο μικρό δωμάτιο, μακριά από την φασαρία του πολύβουου καταστήματος. Βρίσκονταν σε ώρα αιχμής κι έπρεπε να το περιμένει, πως κάτι θα πήγαινε στραβά και σήμερα. Απλά ήλπιζε κάπου βαθιά μέσα της, ότι ίσως τα κορίτσια να τα κατάφερναν μερικές ώρες χωρίς να την ενοχλήσουν. Όχι πως δεν ήταν καλές στην δουλειά τους. Ήταν, οι περισσότερες, ωστόσο κάποιες χρειάζονταν λίγο σπρώξιμο που και που για να ανταπεξέλθουν στις περιστάσεις του καταστήματος.
Σηκώθηκε από την θέση της, με τα ροδάκια της καρέκλας να κάνουν έναν απαίσιο ήχο, καθώς σέρνονταν στο πάτωμα, που της τρυπούσε τα αυτιά. Ανυπομονούσε να σχολάσει επιτέλους, να γυρίσει στο σπίτι της και να χωθεί στην μπανιέρα με ένα ποτήρι κρασί. Τα νεύρα της, από το περιστατικό των τελευταίων ημερών, δεν ήταν καθόλου καλά και δεν είχαν συνέλθει ακόμα.
Ανέβηκε τα σκαλιά που την χώριζαν από το ισόγειο, όσο πιο αργά μπορούσε, μήπως και από τύχη, το πρόβλημα λυνόταν από μόνο του και δεν χρειαζόταν τελικά η παρουσία της. Όμως άδικος κόπος. Η Μαρία την περίμενε αγχωμένη πίσω από τον γκισέ της υποδοχής, με το τηλέφωνο στο αυτί. Μιλούσε έντονα κι έκανε απότομες κινήσεις με τα χέρια της. Η Άννα περίμενε στην άκρη, μέχρι η Μαρία να τελειώσει το τηλεφώνημα της.
«Τι συμβαίνει;» την ρώτησε όταν η Μαρία άφησε κάτω το ακουστικό.
«Ο Γιώργος στην αποθήκη, μας ενημέρωσε ότι είδε ύποπτες κινήσεις και ζήτησε να σας καλέσουμε»
«Όχι πάλι ρε γαμώτο» αναφώνησε πνιχτά η Άννα κι έκανε μεταβολή.
Βγήκε από την πόρτα που είχε μπει, μερικά λεπτά πριν και κατέβηκε για άλλη μια φορά στο υπόγειο του μαγαζιού και στο κομμάτι που αποτελούσε την αποθήκη. Κρύος ιδρώτας άρχισε να τρέχει στην ραχοκοκαλιά της, ενώ στα μηνίγγια της, η υποψία μιας ημικρανίας, έκανε την εμφάνιση της.
Ο Γιώργος την περίμενε κοντά στην μεγάλη και πλέον κλειστή γκαραζόπορτα.
«Κυρία Άννα, μου φάνηκε ότι είδα κάτι να κρύβεται πίσω από τις παλέτες και σαν να άκουσα ένα νιαούρισμα»
«Και γι’ αυτό με φώναξες;»
«Όχι, δεν ήμουν σίγουρος μέχρι που είδα την ειδοποίηση από τον συναγερμό ότι κάτι πέρασε μπροστά από τον αισθητήρα. Από ότι φαίνεται στο γατάκι αρέσει πολύ η αποθήκη μας»
«Με διαβεβαίωσες πριν μερικές μέρες ότι το ξεφορτώθηκες» του είπε αγριεμένα, ενώ στηριζόταν μία στο ένα πόδι και μία στο άλλο.
Ο Γιώργος άπλωσε το χέρι του αμήχανος κι έξυσε το πίσω μέρος του κεφαλιού του. «Ε, μάλλον από ότι όλα δείχνουν, ξανά γύρισε»
«Φρόντισε μέχρι το κλείσιμο του μαγαζιού, να έχει εξαφανιστεί το γατί από εδώ μέσα» του είπε αυστηρά και γύρισε στην κυρίως σάλα του μαγαζιού.
Ήταν μόλις πριν από μερικά βράδια, όταν αυτό το καταραμένο γατί, τρύπωσε στην αποθήκη και τους έκανε άνω κάτω. Κυκλοφορούσε ανενόχλητο ανάμεσα από τις κούτες με τα παιχνίδια, χωρίς να υποψιαστεί κανείς τον λαθραίο κάτοικο του μαγαζιού, μέχρι που ένας από τους αποθηκάριους, ο Κώστας, το βρήκε την ώρα που στοίβαζε τις κούτες με την καινούργια παραλαβή στα ράφια.
Το μικρό γατάκι, ήταν μόνο του, φοβισμένο και εκτός από το υγειονομικό θέμα που προ έκυπτε, υπήρχε κίνδυνος να επιτεθεί ή να ορμήσει σε κάποιον, υπερασπιζόμενο τον εαυτό του. Και τότε η επιχείρηση θα είχε πρόβλημα. Σοβαρό πρόβλημα.
Το κυνηγούσαν ώρες και ώρες, έως το κλείσιμο του μαγαζιού κι αυτό το άτιμο δεν έλεγε να βγει από την κρυψώνα του. Κατάφεραν βέβαια να το βγάλουν την επόμενη μέρα, αλλά έως τότε είχε ενεργοποιηθεί και η εταιρεία σεκιούριτι, αφού λάμβανε συνεχώς ειδοποιήσεις από τον συναγερμό του καταστήματος. Ο διευθυντής, εκνευρίστηκε τόσο πολύ, όταν έμαθε για το συμβάν, μετά την επιστροφή του από άδεια, που ακολούθησε η αναμενόμενη κατσάδα. Και κάτι που σιχαινόταν η Άννα, ήταν να την κατσαδιάζουν, χωρίς να φταίει.
Η ώρα ευτυχώς πέρασε γρήγορα και ο Γιώργος δεν την ενόχλησε ξανά. Ο τελευταίος πελάτης έφυγε. Οι αυτόματες πόρτες έκλεισαν. Τα ταμεία μετρήθηκαν και οι υπάλληλοι αναχώρησαν κουρασμένοι για τα σπίτια τους. Όχι όμως και η Άννα. Είχε ακόμα ένα κάρο δουλειές να κάνει.
Έκλεισε τα φώτα στη σάλα κι άφησε ανοιχτά μόνο εκείνα του γραφείου. Το παιχνιδάδικο, φαινόταν πολύ διαφορετικό κάτω από τις παράξενες σκιές που δημιουργούσε το σκοτάδι. Έπαυε να είναι πια εκείνο το χαρούμενο μέρος, που τα πρωινά και τα απογεύματα, ήταν γεμάτο γέλια και τσιρίδες παιδιών και μεγάλων. Τώρα ήταν θεοσκότεινο και φρικιαστικά ήρεμο. Που και που, κάποιος μικρός ήχος, από μωρά κούκλες, ή μηχανικά λούτρινα, έσπαγε την ησυχία, κόβοντας σου το αίμα, αλλά η Άννα, δέκα χρόνια τώρα είχε συνηθίσει και τον παραμικρό, παράξενο ήχο που έβγαινε από τα έγκατα του μαγαζιού. Έσυρε τα βήματα της μέχρι τις αυτόματες πόρτες και κατέβασε το πλέγμα ασφαλείας. Έπειτα γύρισε στο μικρό της γραφείο και στρώθηκε στη δουλειά.
Ίσως να την πήρε και ο ύπνος, πάνω από τις παραγγελίες και τα τιμολόγια –τόσο κουρασμένη ήταν- γιατί ένας οξύς γδούπος, την έκανε να πεταχτεί από την θέση της, έτσι όπως είχε γείρει το κεφάλι της αποκαμωμένη, πάνω στο ξύλινο έπιπλο. Κοίταξε γύρω της ζαλισμένη και διαπίστωσε πως βρισκόταν ακόμα στο κατάστημα.
«Χριστέ μου, τι ώρα είναι;» είπε στον εαυτό της και έριξε μια ματιά στην οθόνη του υπολογιστή. Ήταν δώδεκα τα μεσάνυχτα. «Η μητέρα θα έχει ανησυχήσει», αναφώνησε.
Βάλθηκε να μαζεύει τα πράγματα της, ζαλισμένη ακόμα από τον μικρό της υπνάκο, όταν άκουσε τον γδούπο ξανά. Τα άφησε όπως όπως στην καρέκλα και ξεπρόβαλε το κεφάλι της, από το γραφείο.
«Είναι κανείς εδώ;» ρώτησε κάπως φωναχτά.
Για απάντηση, ένα απαλό νιαούρισμα, ακούστηκε από τα βάθη του μαγαζιού. Της Άννας της κόπηκαν τα ύπατα.
«Γαμώτο, μου είπε ότι το φρόντισε» πέταξε εκνευρισμένη.
Άρπαξε το κινητό της, από το γραφείο, ενεργοποίησε τον φακό και βγήκε στον διάδρομο, προς αναζήτηση του μικρού σατανά, που είχε κάνει την τελευταία της εβδομάδα στη δουλειά, μαρτύριο.
Δεν πρόλαβε να κάνει ούτε πέντε βήματα, όταν η σειρήνα, από την έξοδο κινδύνου, άρχισε να σφυρίζει αλύπητα, βασανίζοντας τα ευαίσθητα αυτιά της. Την ίδια ώρα, ξεκίνησε να χτυπάει και ο συναγερμός στην έξοδο του μαγαζιού, ενώ από τα βάθη των διαδρόμων, ακούγονταν κρότοι και κουτιά να πέφτουν με πάταγο, το ένα μετά το άλλο.
Η Άννα έτρεξε στην πόρτα της εξόδου και απενεργοποίησε τον συναγερμό, ενός και η σειρήνα σταμάτησε αμέσως να χτυπάει. Ησυχία απλώθηκε για άλλη μια φορά στο κατάστημα.
Ξεροκαταπίνοντας, η Άννα έκανε μεταβολή και προχώρησε προς το σημείο όπου άκουσε προηγουμένως το νιαούρισμα. Μια υποψία σκιάς, πέρασε ξυστά από δίπλα της, προτού προλάβει να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς έβλεπε. Ενεργοποίησε ξανά το φακό του κινητού της κι έκανε μερικά δειλά βήματα. Πέρασε την περιοχή των ταμείων και μπήκε στον έναν από τους τέσσερις κυρίως διαδρόμους.
Γύρω της, επικρατούσε το χάος. Κούτες με παιχνίδια ήταν παντού πεσμένα γύρω της. Κάποια κουτιά είχα ανοίξει κατά την πρόσκρουση με το έδαφος και το περιεχόμενο τους ήταν σκορπισμένο στο πάτωμα. Οι βιτρίνες με το πιο ακριβό περιεχόμενο, ήταν ραγισμένες από άκρη σε άκρη λες και κάτι τις χτύπησε με όση μανία διέθετε. Μερικά ράφια, ήταν βγαλμένα από την θέση τους κι έγερναν επικίνδυνα προς το πλάι. Άκουσε ξανά το νιαούρισμα και δύο πράσινα μάτια που γυάλιζαν εμφανίστηκαν φευγαλέα μέσα στο σκοτάδι για να χαθούν ξανά.
«Τι στο καλό;» μουρμούρισε φοβισμένη.
Πήρε μια βαθιά ανάσα για να βρει την αυτοκυριαρχία και το θάρρος της.
«Ένα απλό γατάκι είναι» αναφώνησε για να δώσει κουράγιο στον εαυτό της.
Προχώρησε προς τα εκεί όπου είδε πριν μερικά λεπτά να εμφανίζεται το ζευγάρι με τα μάτια. Τα πεσμένα παιχνίδια, ξυπνούσαν στο πέρασμα της, κουρδίζονταν, έβγαζαν ήχους και κάποια σέρνονταν προς το μέρος της.
«Είναι απλά η φαντασία σου» μονολόγησε, όταν έριξε μια ματιά πίσω της κι αντίκρυσε το θέαμα.
Το νιαούρισμα ακούστηκε ξανά, αυτή την φορά πιο δυνατά και πιο κοντά της. Η Άννα σήκωσε πιο ψηλά το κινητό της, για να φωτίσει καλύτερα τον διάδρομο στα δεξιά της και τάχυνε το βήμα της. Ο ήχος διακρινόταν όλο και πιο ξεκάθαρα με κάθε βήμα που έκανε.
Έφτασε μπροστά από ένα ρημαγμένο ράφι. Το νιαούρισμα ακουγόταν πλέον ξεκάθαρα. Η Άννα γονάτισε στο πάτωμα, έσκυψε στην τελευταία θέση κι έριξε το φως του κινητού της, για να βλέπει καλύτερα. Εκεί, στη γωνία, κουλουριασμένο βρισκόταν μια γάτα.
«Σε βρήκα!» φώναξε χαρούμενη που επιτέλους αυτός ο εφιάλτης θα τελείωνε.
Το ζώο ωστόσο, είχε άλλη άποψη. Με μια ξαφνική κίνηση, σύριξε κι όρμησε μπροστά. Τα κοφτερά του νύχια καρφώθηκαν στο πρόσωπο της σοκαρισμένης κοπέλας. Η Άννα ούρλιαξε από πόνο κι έκπληξη ταυτόχρονα κι έπεσε πίσω. Το κεφάλι της άφησε έναν πνιχτό γδούπο καθώς χτυπούσε, στο έδαφος.
Ζαλισμένη, έφερε τα χέρια στο πρόσωπο της για να επιθεωρήσει την ζημιά, που είχαν αφήσει τα νύχια του ζώου. Όταν τα κατέβασε, το είδε να στέκεται στο στήθος της και να την κοιτάει μοχθηρά. Όμως κάτι ήταν αλλαγμένο πάνω του. Έμοιαζε με το μικρό γατάκι που στοίχειωνε τις τελευταίες μέρες της, αλλά δεν ήταν και ολότελα εκείνο.
Το μικρό μου. Ήθελε απλά φαγητό, τροφή και την μητέρα του. Κι εσύ το κυνήγησες. Το αφήσατε στο δρόμο, έρημο. Μόνο. αντήχησε η φωνή της γάτας, μέσα στο μυαλό της.
«Όχι, δεν έγινε έτσι» ψέλλισε φοβισμένη. «Το ταΐσαμε και το αφήσαμε ελεύθερο».
Για να το πατήσουν τα αμάξια στην εθνική. Μίλησε ξανά η γάτα, στο μυαλό της. Μια ψυχή, για την ψυχή που χάθηκε.
Η γάτα οπισθοχώρησε νιαουρίζοντας. Η Άννα έκανε να σηκωθεί αλλά ένα αόρατο βάρος, την είχε καθηλώσει στο έδαφος. Τα παιχνίδια, που τόση ώρα, ήταν σταματημένα γύρω της, ξεκίνησαν ξανά την αργή, ανατριχιαστική πορεία τους, προς το μέρος της. Την κύκλωσαν, σύρθηκαν γύρω της, πάνω της, μουρμουρίζοντας με μια φωνή, μια ψυχή, για την ψυχή που χάθηκε, όσο ο κόσμος της περιστρεφόταν ασταμάτητα και συρρικνωνόταν ταυτόχρονα.
Με όση δύναμη της απέμενε, η Άννα ούρλιαξε, προτού τα παιχνίδια της κλείσουν το στόμα και λιποθυμήσει.
Το επόμενο πράγμα που θυμάται, είναι να ξυπνάει, μέσα σε ένα χάρτινο κουτί, πίσω από μια διάφανη ζελατίνα, με παιδάκια να πηγαινοέρχονται στο διάδρομο χαρούμενα, όσο εκείνη παρέμενε καθηλωμένη, ανήμπορη να αντιδράσει και παγιδευμένη, στο μικρό γατίσιο, πλαστικό σώμα που είχε αποκτήσει. Μια ψυχή, για την ψυχή που χάθηκε.