Τα μάτια της άστραψαν από θαυμασμό ενώ ένα ρίγος ευχαρίστησης έγλυψε την ραχοκοκαλιά της. Εκείνος προσγειώθηκε στην άκρη του ποταμού. Ξεπέζεψε από τον μεγαλόπρεπο γρύπα. Πώς να αντέξει τέτοια ομορφιά…
Ροδαλό καλοκαίρι, κερί που αργοσβήνει ακολουθεί τα χνάρια του Φθινοπώρου, εκεί που το αγέρι πλάθει την νοσταλγία στα αποτυπώματα των πεσμένων φύλλων, γίνεται μελωδία της βροχής, κηλίδες, ρυάκια στο αχνό…
Αναλογιζόταν πόσες ώρες πολεμούσε. Ο Ερρίκος είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου μπρος τα σφαγιασθέντα με τα δυσκολίας κινούμενα κουφάρια των στρατιωτών του οθωμανικού ζυγού.. Διψούσε αφάνταστα, μα γνώριζε…
Τον αποκαλούσαν Λάκυ που σημαίνει τυχερός στα αγγλικά, μα αυτός φάνταζε άτυχος μιας και τρεφόταν από τα σκουπίδια. Κατευθυνόταν ανάμεσα στις σακούλες, και τους κάδους των υπαίθριων εστιατορίων κάθε μέρα.…
Σελήνη ξεπηδάς αργά, νωχελικά, ανεπαίσθητα από τα φυλλώματα των αιωνόβιων ελάτων, πίσω από τα θεόρατα βουνά στην αγκαλιά του ουρανού! Σαν σε θωρώ θέλω να μου εκμυστηρευτείς σε ποιους…
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας σωρός σκουπιδιών πίσω από την ψαροταβέρνα " Το χρυσό μπαρμπούνι". Οι γάτες, οι αλανιάρες και οι κόπροι του λιμανιού όπως τους αποκαλούσαν…
Ανθρωποι και αγκάθια, σε έναν κόσμο που πλάθεται με στοργή και αγάπη, γκρεμίζεται από πρόληψεις και ως αλλοτινό κτήνος τρώει τις σάρκες του από τα πάθη του εσωτερικού νού. Δάκρυα…
Δροσιά... δροσοσταλίδα, γέννημα του βουνού, της πλάσης. Ανάσα ψυχρή, αξιοθαύμαστο αηδόνι της αυγής, εκεί πού φωλιάζει το πούσι καθώς διαχέονται οι νότες της παγωμένης αύρας στα φυλλώματα των λουλουδιών, ξεδιψά…