Ο Νεοκλής ήταν ένας άνδρας γύρω στα πενήντα που αγαπούσε πολύ την ζωγραφική. Του άρεσε να ζωγραφίζει από μικρός μα τώρα ως μεσήλικας είχε αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην τέχνη αυτή. Τα πράγματα δεν είχαν κυλήσει καλά στην ζωή του και με οτιδήποτε και αν είχε ασχοληθεί, είχε αποτύχει. Έτσι, κατέληξε να ασχολείται αποκλειστικά με την ζωγραφική που ήταν η μεγάλη του αγάπη. Και φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο, παρέμεινε φτωχός ενώ συχνά αδυνατούσε να θρέψει ακόμα και τον εαυτό του. Το πνεύμα του ωστόσο ήταν πάντα κοφτερό, η ψυχή του έμοιαζε με εκείνη ενός παιδιού και η γενικότερη καλλιέργειά του ήταν δεδομένη. Ο Νεοκλής ήταν ένας άνθρωπος με τον οποίον άξιζε κανείς να κάνει παρέα, ήταν ένας αληθινός καλλιτέχνης και συνάμα φιλόσοφος της ζωής. Ας μην είχε φράγκο στην τσέπη, ας ήταν για κάποιους χαρακτηρισμένος ως αποτυχημένος ή γραφικός, αυτά δεν είχαν σημασία για εκείνον ούτε για τους ανθρώπους, τους μετρημένους στα δάχτυλα ανθρώπους, που αποζητούσαν την συναναστροφή μαζί του και την φιλία του.
Ο Νεοκλής λοιπόν είχε ενστερνιστεί μία θεωρία. Κάπου την είχε διαβάσει διατυπωμένη και με τον καιρό την εξέλιξε προσθέτοντας δικά του στοιχεία, θεωρήματα και αξιώματα. Με λίγα λόγια πίστευε πως ο άνθρωπος δεν είναι ένα ολοκληρωμένο ον, αλλά δύο ανολοκλήρωτα. Πίστευε ότι ο άνθρωπος είναι δύο όντα, δύο συνδεδεμένα παντοτινά μεταξύ τους όντα. Το ένα ον είναι ο άνθρωπος με την εξωτερική του εμφάνιση, το κορμί, το μυαλό, την κοινωνική πλευρά του, τις ασχολίες του, τις σκέψεις του, τις πράξεις του. Το άλλο ον είναι ο εαυτός του. Δηλαδή η βαθύτερη ψυχή του ανθρώπου που πολλές φορές είναι και ασυνείδητη. Απόδειξη για την βαρύτητα της θεωρίας ήταν, κατά τον Νεοκλή, αυτή η αίσθηση που έχουμε όλοι οι άνθρωποι ότι συνομιλούμε συχνά με τον εαυτό μας, αλλά και η διαίσθηση που ενίοτε διαθέτουμε. Σύμπτωμα επίσης της ύπαρξης των δύο όντων και κυρίως της μη αρμονικής συνύπαρξής τους ήταν, πάντα κατά τον Νεοκλή, τα ψυχοσωματικά προβλήματα, πολλές ασθένειες που χαρακτηρίζονται ως αυτοάνοσες και η ψυχασθένεια. Τέλος, σύμφωνα με την θεωρία, τα δύο ανολοκλήρωτα όντα ολοκληρώνονται μόνο μέσω της συνειδητότητας του ανθρώπου, της βαθιάς κατανόησης δηλαδή από το ένα ον της ύπαρξης, της αξίας, των αναγκών του άλλου και αντιστρόφως.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, η θεωρία αυτή εξελίχθηκε σε έμμονη ιδέα μέσα στο μυαλό του Νεοκλή. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που άρχισε να εξωτερικεύεται με τρόπο επικίνδυνο. Για παράδειγμα, όταν ο Νεοκλής πήγαινε στην τράπεζα και τον ενημέρωναν ότι επρόκειτο να του κατασχέσουν το σπίτι επειδή αδυνατούσε να καλύψει τις οικονομικές υποχρεώσεις του δανείου του, εκείνος απαντούσε πως δεν χρωστούσε τίποτα. Πως ο εαυτός του, το ον μέσα του, δεν αισθανόταν ότι χρωστούσε κάπου. Επίσης, όταν έκανε έρωτα με μία γυναίκα και εκείνη τον ρωτούσε αν την αγαπούσε, της έλεγε ότι το πρώτο ον δεν την αγαπούσε αλλά το δεύτερο ον μέσα του θα μπορούσε ίσως να την αγαπήσει μία μέρα. Γενικώς χρησιμοποιούσε το δισυπόστατο της θεωρίας του σε βάση πρακτική και καθημερινώς. Το χρησιμοποιούσε τόσο συχνά στις συναναστροφές και στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους που τελικά του κόλλησαν όλοι ένα παρατσούκλι, ένα προσωνύμιο, και τον φώναζαν «δύο» ή «δισυπόστατο».
Ο δύο, λοιπόν, ή ο δισυπόστατος Νεοκλής, δεν θα μπορούσε παρά να περάσει την πίστη του, τις ιδέες και τις εμμονές του μέσα στην τέχνη του. Δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι άλλο από το να αρχίσει να ζωγραφίζει πίνακες που αναπαριστούσαν ανθρώπους δισυπόστατους. Πάντα στα θέματά του έβρισκε κανείς παράξενες ανθρωπόμορφες σκιές πίσω από ζωγραφισμένους άνδρες ή γυναίκες ενώ ακόμα και σε πορτρέτα που δημιουργούσε, θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει την ύπαρξη δεύτερου προσώπου κάτω από το βασικό. Και παρόλο που αρχικώς όλα τούτα έμοιαζαν περίεργα, στην διάρκεια αποτέλεσαν ιδιαίτερο αποτύπωμα τέχνης και ξεχωριστή, καινοτόμα, τεχνική ζωγραφικής. Σταδιακά ο Νεοκλής άρχισε να γίνεται γνωστός για το έργο του στην τοπική κοινωνία της περιοχής όπου ζούσε, ενώ δειλά δειλά το όνομά του αναφερόταν με θαυμασμό σε όλο και περισσότερους καλλιτεχνικούς κύκλους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την διοργάνωση εκθέσεων με έργα του στην επαρχία και στην Αθήνα, με πωλήσεις μάλιστα αρκετές και προσοδοφόρες για τον ίδιο. Αποκορύφωση στάθηκε η πρόσκληση για έκθεση έργων του στην Νέα Υόρκη, σε μία πολύ γνωστή γκαλερί της πόλης, με τον τίτλο «δύο». Απρόσμενα, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, ο Νεοκλής είχε καταστεί διάσημος και πλούσιος κάτι που δεν θα ήταν δυνατό να μην τον αλλάξει ως άνθρωπο. Έστω και λίγο…
Κάποτε, που και που, μετά από συνεχή ταξίδια μεταξύ Παρισίων, Μιλάνου, Νέας Υόρκης, επέστρεφε σπίτι του, στην παλιά γειτονιά του, και άραζε χωρίς να κάνει κάτι, επιδιώκοντας απλώς να ξεκουράζεται και να συναντά κάποιους φίλους. Τους κερνούσε καφέδες και ποτά, τους προσκαλούσε σε γεύμα και συχνά, ως πλούσιος που ήταν πλέον, τους έκανε ακριβά δώρα αγορασμένα από το εξωτερικό. Όταν οι παλιοί φίλοι τον ονόμαζαν ή τον προσφωνούσαν «δύο» ή «δισυπόστατο», τους απαντούσε ότι όλα αυτά ήταν σοφιστίες και ότι δεν τα πίστευε πια. «Ο άνθρωπος είναι ένας, ένα ολοκληρωμένο ον με το πνεύμα, το σώμα και την ψυχή του» έλεγε… Και όπως ήταν φυσικό εξέπληττε τους πάντες. Κανείς δεν κατάλαβε τι ήταν αυτό ακριβώς που είχε οδηγήσει τον Νεοκλή στην απαξίωση της θεωρίας του και στην αλλαγή «πίστεως» μα όλοι κατέληγαν στο εύκολο συμπέρασμα ότι με τα λεφτά που είχε αποκτήσει ήταν ελεύθερος να πιστεύει ό,τι ήθελε και μάλιστα να το υποστηρίζει με βαρύγδουπες δηλώσεις και δίχως αντίλογο. Ήταν πια διάσημος και πάμπλουτος, ποιος θα τολμούσε να του φέρει αντιρρήσεις! Στο κάτω κάτω γούστο του και καπέλο του ήταν να πιστεύει στην μία ή στην άλλη θεωρία, να υπαναχωρεί, να επαναπροσδιορίζει, να αλλάζει.
Μετά από κάποια χρόνια επιτυχίας, διασημότητας, πλούτου, χλιδής, σπατάλης, ο Νεοκλής άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα ως καλλιτέχνης. Τα έργα του δεν είχαν πια την πρώτη απήχηση, οι γκαλερί δεν του έδιναν χώρο και συμβόλαια, οι συνάδελφοί του τον θεωρούσαν ξεπερασμένο και ανεπαρκή. Σε κάποιο τηλεφωνικό διάλογο που είχε με μία γνωστή μάνατζερ επώνυμης γκαλερί των Αθηνών, σχετικά με τους λόγους της καλλιτεχνικής του υποβάθμισης, εκείνη του είπε σε έντονο ύφος ότι τα έργα του είχαν χάσει την παλιά φρεσκάδα τους, ότι έμοιαζαν με καρικατούρες δίχως ψυχή, ότι δεν φαινόταν πλέον ούτε το «δισυπόστατο» των ζωγραφισμένων χαρακτήρων του. «Μα πώς να φανεί; Αφού δεν πιστεύω πια σε αυτό!» της είχε απαντήσει. λαμβάνοντας εν τέλει την τηλεφωνική της επωδό. « Ε, όταν πιστέψεις, κάλεσέ μας ξανά, κάτι μπορεί να γίνει τότε!» .
Με λίγα λόγια, οι συνεχείς αποτυχίες συνεργασιών, οι κακές κριτικές, οι αρνήσεις για να ανοίξουν νέες πόρτες, οδήγησαν την κατάστασή του στο απροχώρητο μέσα σε διάστημα λίγων μόλις μηνών. Η φτώχεια, η στενοχώρια, η απομόνωση, του χτύπησαν για τα καλά την πόρτα μεταβάλλοντάς τον σταδιακά σε ένα ράκος. Το μεγαλύτερο δε κακό για τον Νεοκλή ήταν πως δεν πίστευε πια σε τίποτα. Όλες οι θεωρίες είχαν γίνει ένα αδιάφορο κουβάρι μέσα στο μυαλό του που ούτε επιθυμούσε ούτε αισθανόταν ικανός να ξετυλίξει. Ο «δύο», ο «δισυπόστατος» είχε γίνει τώρα «ένας» και δεν είχε την πολυτέλεια ούτε καν να θεωρήσει ως υπεύθυνο για την κατάντια του κάποιο δεύτερο ον! Πέρασαν πολλά χρόνια ακόμα και κάποτε, προς το τέλος της ζωής του που είχε πια βρει τις ψυχικές ισορροπίες του, τον ρώτησαν γιατί δεν κατόρθωσε ποτέ να ανακάμψει επαγγελματικά, καλλιτεχνικά. Ο Νεοκλής δεν δίστασε τότε να απαντήσει χαμογελώντας.
«Από δύο που ήμουν, έγινα ένας. Γι’ αυτό απέτυχα και γι’ αυτό δεν ανέκαμψα. Άλλαξα, έχασα την επαφή με τον άλλον μέσα μου! Είναι απλό ... Από δύο που ήμουν έγινα ένας!».