Όσοι με παρακολουθείτε καιρό γνωρίζετε πως δεν τα πάω καλά με τα βιβλία που έχουν μια νότα τρόμου, που σου σηκώνουν την τρίχα κάγκελο κτλ, κτλ. Αλλά το μυθιστόρημα του Χρήστου Μαργέτα, «Σκοτεινό» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάκτος, έπρεπε να πέσει στα χέρια μου! Κι έτσι έγινε.
Η ιστορία του Χρήστου μας μεταφέρει στο 1958 σε ένα χωριό της Κρήτης, με το όνομα Σκοτεινό. Εκεί, ένας νεαρός φοιτητής, ο Χρήστος, θα φτάσει μαζί με την ομάδα αρχαιολογίας του, για να εξερευνήσουν, το σπήλαιο που βρίσκεται στο μικρό χωριό και να ανακαλύψουν τα μυστικά του. Ωστόσο με την άφιξη αυτής της μικρής ομάδας, κάτι αρχέγονο και δαιμονικό κάνει την εμφάνιση του, θέτοντας σε τροχιά, γρανάζια, που θα παρασύρουν τους πάντες στο διάβα τους και κυρίως τον Χρήστο.
Για αρχή να ξεκαθαρίσω πως όταν είδα το βιβλίο δεν διάβασα καν την περίληψη. Δεν ήξερα για τι μιλάει, ούτε το θέμα του. Μου άρεσε το απόκοσμο εξώφυλλο (ναι είμαι από αυτές) και ήξερα πως έπρεπε να το αποκτήσω. Παρόλο που γνώριζα πως ο συγγραφέας έχει καταγωγή από την Κρήτη, εξεπλάγην όταν διάβασα στο οπισθόφυλλο, που ακριβώς είχε τοποθετηθεί η βάση για την ιστορία του. Γιατί το Σκοτεινό όσοι το έχετε επισκεφτεί είναι ένα όμορφο, μικρό γραφικό χωριό που ναι μεν ξεχωρίζει για το διάσημο σπήλαιο του, αλλά καθόλου Σκοτεινό δεν είναι. Ωστόσο ο Χρήστος Μαργέτας και η πένα του, το βούτηξαν στο σκοτάδι και τον όλεθρο.
Το «Σκοτεινό» είναι ένα μικρό σε όγκο μυθιστόρημα, που σε γενικές γραμμές, κυλάει αρκετά γρήγορα και παρασέρνει τον αναγνώστη. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες θα νιώσετε πως κάτι απειλητικό υποβόσκει στην ατμόσφαιρα και περιμένει να ελευθερωθεί. Και γίνεται σχετικά γρήγορα.
Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση το πόσο ταραγμένο μυαλό, είχε ο πρωταγωνιστής, σε σημείο να μην καταλαβαίνει που πατάει και που βρίσκεται. Και όλο αυτό το κουβάρι που επικρατεί στο μυαλό του, ο συγγραφέας το αποτυπώνει άριστα στο χαρτί. Από ένα σημείο του βιβλίου και μετά, άρχισα να αναρωτιέμαι αν έχω σώας τας φρένας κι εγώ. Παρόλο που ο πρωταγωνιστής, δημιουργεί στον αναγνώστη μια συμπάθεια προς το πρόσωπο του, συνεχώς μετέβαλε τα συναισθήματα μου. Δεν ήξερα αν ήθελα να τον λυπηθώ, να οργιστώ μαζί του, να τον ταρακουνήσω μήπως και ξυπνήσει, να του φωνάξω πως τίποτα δεν πάει καλά μέσα και έξω του.
Μου άρεσε η αναφορά στην θρησκεία και το πως κατακρίνονται τα εκτελεστικά όργανα της. Το ότι κάποιος κουβαλάει πάνω του την ιεροσύνη, δεν σημαίνει πως την αντιπροσωπεύει απόλυτα. Επίσης, η πάλη του καλού και του κακού, που μένετε στον εσωτερικό κόσμο του πρωταγωνιστή και το πως αυτή περιγράφεται μέσα στο βιβλίο, είναι κι αυτό ένα από τα στοιχεία που μου κέντρισαν το ενδιαφέρον.
Αλλά…παρόλο που μου άρεσε πολύ η γραφή του Χρήστου Μαργέτα και ΣΙΓΟΥΡΑ θα διαβάσω κι όσα έργα του ακολουθήσουν στο μέλλον, έχω ένα μικρό παράπονο. Ορισμένες φορές, από την σύγχυση που επικρατούσε στο μυαλό του Χρήστου, αδυνατούσα να καταλάβω το τι συνέβαινε στην ιστορία, με αποτέλεσμα κάποια κομμάτια να τα διαβάζω δύο και τρεις φορές για να σιγουρευτώ πως τα είχα εμπεδώσει. Ίσως βέβαια και αυτή να ήταν η πρόθεση του συγγραφέα, να τρελάνει κι εμάς μαζί με τον Χρήστο, ωστόσο σε κάποια σημεία η αφήγηση ξέφευγε από το ένα γεγονός για να πεταχτεί απότομα στο επόμενο.
Επίσης, δεν συμφωνώ καθόλου μα καθόλου με το τέλος. Όσοι δεν έχετε διαβάσει το βιβλίο, παρακαλώ πολύ, προς αποφυγή σπόιλερς μην προχωρήσετε παρακάτω. Σαν άνθρωπος πιστεύω στην δεύτερη ευκαιρία και στην λύτρωση. Όμως, όταν έχεις κάνει τόσα φρικιαστικά εγκλήματα, όταν το ίδιο σου το μυαλό δεν μπορεί να διαχειριστεί το πόσο τρελός, το πόσο αιμοδιψής είσαι, δεν σου αξίζει κανένα από τα δύο. Ίσως και να το σκέφτομαι λάθος και θα χαρώ να ακούσω και τις απόψεις σας. Αν και ο Χρήστος είχε πολλές φορές την ευκαιρία να δει την αλήθεια, να εξιλεωθεί για τα κρίματα του, δεν το έκανε. Αντιθέτως συνέχιζε τα στυγερά εγκλήματα ακάθεκτος, αλλάζοντας συνεχώς ταυτότητα για να τα καλύψει. Ακόμα κι όταν εμφανίστηκαν οι δύο αστυνομικοί, που υποθέτω πως ήταν στην πραγματικότητα άγγελοι και του δίνουν ακόμα μια ευκαιρία, δεν την αρπάζει. Μπορεί στο τέλος να νίκησε τον δαίμονα του, αλλά αυτή η θέση στον Παράδεισο δεν του άξιζε.