Ο Βλαντ – ύστερα από τη νυχτερινή του περιπλάνηση για τροφή – καθόταν στην πολυθρόνα και χάζευε τις φλόγες από τη φωτιά του τζακιού, οι οποίες επιδίδονταν σε έναν όμορφο, ερωτικό χορό. Το βλέμμα του έπεσε στο κάδρο της αγαπημένης του Ελιζαμπέτας. Θύμισες από την όμορφη ζωή τους τον κατέκλισαν. Στιγμές γεμάτες έρωτα, αγάπη, ευτυχία. Και αμέσως το βλέμμα του σκοτείνιασε. Το σαλόνι πάγωσε από το μίσος και την οργή που έβγαιναν από μέσα του. Χίλια χρόνια και ακόμα ο πόθος για εκδίκηση δεν είχε καταλαγιάσει. Της το είχε υποσχεθεί. Θ έπαιρνε εκδίκηση για χάρη της. Θα έπαιρνε εκδίκηση απέναντι στον Θεό που της στέρησε τόσο βάναυσα και απότομα τη ζωή.
Χαμένος στο μίσος του δεν άκουσε την πόρτα που άνοιξε απότομα. Ο πιστός του υπηρέτης μπήκε μέσα τρέχοντας και ασθμαίνοντας στάθηκε μπροστά του. «Τι συμβαίνει;», τον ρώτησε νευριασμένος. «Όταν είμαι εδώ δεν θέλω να με ενοχλεί κανένας. Πόσες φορές θα στο πω; Άλλη μία τέτοια συμπεριφορά και το παλούκι είναι έξω και σε περιμένει», συνέχισε κοιτάζοντάς τον απειλητικά. «Αφέντη», του αποκρίθηκε με μία βαθειά υπόκλιση. «Σου φέρνω συγκλονιστικά νέα», του είπε και περίμενε ένα νεύμα του να συνεχίσει. «Λέγε» απάντησε εξαγριωμένος και περίμενε να ακούσει τι ήταν αυτό το τόσο συγκλονιστικό που έκανε τον υπηρέτη του να παραβιάσει τις εντολές του.
«Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Δραγάτσης Παλαιολόγος ξύπνησε», είπε με μια ανάσα και παραπάτησε καθώς είδε τον Βλαντ να πετάγεται όρθιος και να κατευθύνεται προς το μέρος του. Ο Βλαντ τον έπιασε από την μπλούζα και άρχισε να τον ταρακουνά. «Τι εννοείς ξύπνησε; Λέγε. Πώς ξύπνησε; Ποιος σου το είπε;». Συνηθισμένος στα ξεσπάσματα του αφεντικού του, προσπάθησε να απελευθερωθεί από τα χέρια του που τον έσφιγγαν σαν μέγγενη στο λαιμό. Μόλις κατάφερε να βγει από τον κλοιό των χεριών του, άρχισε να του εξιστορεί όσα είχε μάθει. «Από το πρωί όλη η Βλαχία και όλη Ευρώπη αυτό συζητά. Η Κωνσταντινούπολη ξημερώθηκε μέσα στο αίμα. Ο μισός πληθυσμός της είναι σχεδόν νεκρός. Όσοι κατάφεραν να επιζήσουν αναφέρουν ότι ένας τρομερός σεισμός έγινε χτες τα μεσάνυχτα στην Πόλη και η κλειστή για χιλιάδες χρόνια μαρμάρινη πύλη της Αγίας Σοφίας άνοιξε. Και εδώ έρχεται το τρομερό νέο. Ο Κωνσταντίνος βγήκε μέσα από την πύλη. Άνοιξαν οι τάφοι και χιλιάδες Έλληνες νεκροί ζωντάνεψαν. Τους έδωσε αίμα. Τους μετέτρεψε σε αυτό που ο ίδιος είχε γίνει από το αίμα των χιλιάδων νεκρών Ελλήνων. Βρικόλακας. Τους μετέτρεψε σε βρικόλακες. Και ξεκίνησε την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης».
Ο Βλαντ συγκλονισμένος από όσα άκουσε, έστρεψες το βλέμμα του στον ουρανό. «Τον έστειλες για να πάρει πίσω την Κωνσταντινούπολη; Τον έστειλες να τελειώσει ότι δεν κατάφερε πριν χίλια χρόνια;», ούρλιαξε και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο με τα σπαθιά του. «Αγαπημένη μου, ήρθε η ώρα για εκδίκηση», ψιθύρισε καθώς έβαζε το σπαθί του στη θήκη. Βγήκε έξω, φώναξε στον υπηρέτη του να ετοιμάσει το άλογό του και να ειδοποιήσει όλους όσους είχε «σώσει» από τις μίζερες, θνητές, επίγειες ζωές τους, να ετοιμαστούν για μάχη. Μέσα σε λίγες ώρες ο Βλάντ είχε υπό τις εντολές του χιλιάδες «ανθρώπους», έτοιμοι να τον ακολουθήσουν στον πόλεμο εναντίον του Κωνσταντίνου.
«Μου στέρησες την ίδια μου τη ζωή. Ήρθε η ώρα να σου στερήσω την αγαπημένη σου Πόλη. Αίμα για Αίμα», είπε απευθυνόμενος στο Θεό των Χριστιανών και ξεκίνησε για την μάχη των μαχών …
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ …