«Τι κάνει τη διαφορά σε μία ακόμα οικογενειακή ιστορία από τις πολλές που διανθίζουν την ελληνική πραγματικότητα; Οι άνθρωποι· πάντα οι άνθρωποι είναι οι πρωταγωνιστές. Στη συγκεκριμένη ιστορία, ένα Κυκλαδονήσι, η Άνδρος, είναι ο τόπος όπου ζουν και μεγαλώνουν οι ήρωες μας. Μέσα στην ομορφιά του γαλάζιου στοιχείου, διαμορφώνονται οι χαρακτήρες τους, ήπιοι μεν, δυναμικοί δε, και ζυμώνονται οι μεταξύ τους σχέσεις σε συνθήκες, πολλές φορές, αντίξοες. Η οικογένεια και το δέσιμό της είναι αυτό που συνήθως κρατά τα μέλη της ενωμένα. Οι διαφορές, στον χαρακτήρα του καθενός, παραμερίζονται με αγάπη, όταν όλοι γνωρίζουν τα όριά τους και φροντίζουν να τα διατηρούν.
Δαμάζει τα κύματα ο καπετάν Αριστείδης, ο αρχηγός της οικογένειας, και γίνεται ένας καταξιωμένος ναυτικός, που πολύ αγάπησε τη θάλασσα. Το γεγονός όμως αυτό δεν τον κάνει καταπιεστικό με τα παιδιά του που δεν επιθυμούν ν’ ακολουθήσουν τη δική του πορεία. Σέβεται τις επιλογές τους και τα αφήνει να ακολουθήσουν τα όνειρά τους.
Η Άνδρος γίνεται πάλι η φιλόξενη αγκαλιά για όλους» (οπισθόφυλλο).
Το Μοναστηράκι πάντα ήταν το αγαπημένο μου μέρος στην Αθήνα. Η περιπλάνηση στα στενά του και τα παλαιοπωλεία με έλκυαν σαν μαγνήτης. Με μαγεύει η εικόνα παλιών αντικειμένων, να τα χαζεύω και να πλάθω ιστορίες για το παρελθόν τους, για τα άτομα που κάποτε τα είχαν στην κατοχή τους, για το πώς βρέθηκαν εκεί… Σε μία τέτοια περιπλάνηση με παρέσυρε το «Μοναστηράκι» και ο Γιάννης Δεκαβάλας. Ο Γιάννης, γιος του Αριστείδη και της Μάρθας, μαζί με τον ετεροθαλή αδερφό του, τον Νικόλα, και την αδερφή του, Πολυξένη, μεγαλώνουν στο όμορφο νησί του Αιγαίου, την Άνδρο. Ο Αριστείδης, ως νησιώτης ακολουθεί το επάγγελμα του ναυτικού και λείπει σε πολύμηνα ταξίδια. Η Μάρθα, αφοσιωμένη στον σύζυγο και τα παιδιά τους, μένει στο νησί και φροντίζει για την σωστή διαπαιδαγώγησή τους. Τα παιδιά μεγαλώνουν και ακολουθούν κάθε ένα τον δικό του δρόμο.
Ο Νικόλας μένει στην Άνδρο και φτιάχνει την δική του επιχείρηση, η Πολυξένη σπουδάζει φιλολογία και παντρεύεται έναν γάλλο βιολιστή και μετακομίζει στο Παρίσι. Και ο Γιάννης σπουδάζει αρχαιολογία, με μεγάλη αγάπη στα παλιά αντικείμενα. Αυτή του η αγάπη θα τον οδηγήσει στο Μοναστηράκι και στην απόκτηση μίας αντικερί.
Και τα τρία αδέρφια αποκτούν τις δικές τους ζωές, τις δικές τους οικογένειες. Πάντα, όμως, φάρος της ζωής τους είναι οι γονείς τους στην Άνδρο. Ο Γιάννης μας παρουσιάζει τις οικογενειακές σχέσεις μίας μεσοαστικής οικογένειας του 1950. Σχέσεις που διέπονται από αγάπη και εντάσεις. Συγκρούσεις οι οποίες οδηγούν σε έντονες καταστάσεις, συγκρούσεις οι οποίες οφείλονται στην διαφορετική θεώρηση της ζωής εκ μέρους των πρωταγωνιστών. Η Μάρθα και ο Αριστείδης, γονείς οι οποίοι προσφέρουν στα παιδιά τους ό,τι επιθυμούν,αν και συχνά διαφωνούν με τις αποφάσεις τους. Ο Νικόλας, ο οποίος έχει ιδιαίτερη «αδυναμία» στην διαχείριση της περιουσίας, ωστόσο πάνω από όλα βάζει τα αδέρφια του. Η Πολυξένη, διακριτική και ήρεμη, στέκεται δίπλα στα αδέρφια της στα προβλήματά τους. Ο Γιάννης, με αγάπη και πείσμα, στήνει την δική του αντικερί και παλεύει για τα όνειρα των παιδιών του. Δύο γονείς, τρία αδέρφια, τρεις διαφορετικές ζωές, με ένα κοινό… Την οικογένεια.
Το πατρικό σπίτι στην Άνδρο είναι η αρχή τους και το τέλος τους. Ο φάρος ο οποίος τους δείχνει την ουσία της ζωής. Το πατρικό σπίτι στην Άνδρο είναι η ένωσή τους. Όλα όσα έχουν ζήσει εκεί (χαρές, λύπες, τσακωμοί, γλέντια) είναι όλα αυτά που τους διαμόρφωσαν και τους έκαναν αυτό που είναι ως άνθρωποι.
Μέσα από την οικογένεια του Αριστείδη και της Μάρθας, η κυρία Πλαϊνάκη παρουσιάζει τον ισχυρό δεσμό της οικογένειας. Τα πάντα ξεκινούν από την οικογένεια και το πώς μεγαλώνουν τα παιδιά μέσα σε αυτήν. Όσες δυσκολίες κι αν εμφανίζονται, όσα εμπόδια, όταν μέσα στην οικογένεια υπάρχει αγάπη, σεβασμός και υπομονή, όλα ξεπερνιούνται. Όπως λέει και ο Γιάννης «Ήμασταν μια συνηθισμένη μεσοαστική οικογένεια. Τ’ αδέλφια μου κι εγώ ήμασταν διαφορετικοί χαρακτήρες, γεγονός που μας έκανε ν’ ακολουθήσουμε στη ζωή μας ανόμοιους δρόμους. Δρόμους που μας χώρισαν κατά καιρούς, όμως δεν έγιναν αφορμή, θέλω να πιστεύω, να πάψουμε ν’ αγαπιόμαστε, βρίσκοντας τρόπους να επικοινωνούμε» (οπισθόφυλλο).