Θρύλοι υπάρχουν πολλοί αλλά κι δεισιδαιμονίες, κατασκευασμένοι από τις μανάδες για να διαφυλάξουν την ακεραιότητα των παιδιών τους στα σκοτεινά χρόνια του χαλκού και της φωτιάς. Κι αυτός που θα σας διηγηθώ είναι της Νέγκ. Θα ταξιδέψουμε στον παγωμένο βορρά, στην χώρα των παγετώνων και των χιλίων λιμνών.
Καπνός, στάχτη και πυρ. Άγρια ουρλιαχτά και πονεμένες κραυγές σαν λεπίδες κομμάτιασαν την ησυχία της νύχτας. Η τελευταία επιδρομή των ληστών στο ορεινό χωριό της στοίχησε τόσο την ξύλινη καλύβα, όσο και τον σύζυγό της. Το ταίρι της που τόσο λαχταρούσε να ασπαστεί για τελευταία φορά. Μα καλά οι πολεμιστές του Χόλγκραντ πόσο αχόρταγοι ήταν πια; Ήδη είχαν καταλάβει δυο οικισμούς και συνέχιζαν ακάθεκτοι. Οι περισσότεροι άντρες του Όπνταλ είχαν χαθεί στην προάσπιση του μέρους και τα γυναικόπαιδα με δυσκολία εξασφάλιζαν την διαβίωσή τους. Έτσι και η Νέγκ για να γλυτώσει από την σφαγή, άρπαξε το ορφανό παιδί της στην αγκαλιά και χάθηκε στα σπλάχνα του ζοφερού δάσους. Ίσως ήταν ανόητο καθώς μες το σκοτάδι παραμόνευε κάθε λογής πλάσμα, μα τίποτα δεν θα την σταματούσε για να προφυλάξει τον μικρό Έρικ από τις αιχμηρές λόγχες και τα σπαθιά των αγροίκων πολεμιστών.
Το κρύο ήταν τσουχτερό, οι θερμοκρασίες πολικές και το χιόνι πυκνό κι αφράτο. Τα έλατα πανύψηλα, μετα δυσκολίας εισχωρούσε το αμυδρό φως στην σκοτεινή γωνιά των δεκάδων κορμών. Το τέλειο καταφύγιο ώστε η Νέγκ να περάσει το απόβραδο και να ξεκινήσει την επόμενη αυγή. Έψαξε για ξύλα, τράβηξε κλαδιά και τα θρυμμάτισε με τη δύναμη του πέλματός. Προσπάθησε ξανά κι ξανά. Με τα δυσκολίας άναψε φωτιά και κουλουριάστηκε με το μωρό δίπλα της. Σύντομα θα έφτιαχνε μια μανιταρόσουπα και θα βυθίζονταν σε λήθαργο αγκαλιασμένοι.
Άξαφνα άκουσαν το αλύχτισμα ενός λύκου. Ήταν θέμα χρόνου να εντοπίσει την μυρωδιά και οι οπλές του να τους πλησιάσουν. Ο φόβος έγλυψε την ραχοκοκαλιά της Νέγκ κι η ανησυχία έκαψε τα σωθικά της. Έτρεμε ολόκληρη από την εμφάνιση του γιγαντιαίου πλάσματος. Ίσα που διαγραφόταν στο μαύρο καμβά της φύσης. Εκείνα τα πύρινα μάτια και τα μυτερά αυτιά, η αχνή αποτύπωση της γούνας του στο σκότος. Η μητέρα έφτιαξε έναν ιδιόχειρο πυρσό για να κρατήσει το κτήνος σε απόσταση μα τα αστέρια πρόσμεναν την υπομονή του. Ρουθούνισε εκνευρισμένα από της αλλεπάλληλες κινήσεις της Νεγκ. Οσμιζόταν την κοφτή αγχωμένη αναπνοή και γευόταν τον φόβο της. Η καρδιά της σφυροκοπούσε… Κι όμως έκανε μεταβολή και χάθηκε στο έρεβος….
Οχλοβοή, ιαχές και πύρινες γλώσσες σκόρπισαν περιμετρικά. Τρείς οπλισμένοι ιχνηλάτες του Χόλγκραντ με φανάρια και αξίνες βρέθηκαν αντιμέτωποι με την Νέγκ. Άγριοι στην όψη, τα δόντια τους σάπια, αποτυπώματα ρούνων κάλυπταν τα πρόσωπά τους. Οι μακριές γενειάδες τους σε πλεξούδες χωρισμένες, τα λυσσαλέα μάτια τους εξέφραζαν οργή και θυμό. Κυνηγούσαν τον λύκο μέρες τώρα και η απογοήτευση τους ήταν φανερή.. Έφτανε απλά χωριστούν για να καλύψουν την απόσταση και να επιτεθούν την κατάλληλη στιγμή.
«Πιάστε την» η μητέρα έμοιαζε τόσο δελεαστική στο αδίσταχτο μυαλό ενός, τόσο που παρακίνησε ακόμη δυο ληστές. Βρώμικες σεξουαλικές σκέψεις πέρασαν από το διεστραμμένο νου τους. Μια γυναίκα αβοήθητη και μόνη, εύκολος μα άνανδρος στόχος. Η δύναμη της κυριαρχίας και της επιβολής των πρωτόγονων ενστίκτων. Η Νέγκ αντιστάθηκε στις βίαιες λαβές τους. Τους κλώτσησε, τους χτύπησε, τους έγδαρε με τα νύχια της. Όταν ξαφνικά είδε άξαφνα τον ληστή που την εγκλώβιζε με το βάρος του να διαμελίζεται από τα γιγαντιαία σαγόνια του λύκου. Το κτήνος επέστρεψε. Τον πέταξε τρια μέτρα μακριά με το αίμα να ρέει ποτάμι από το τραύμα του. Ύστερα ο λύκος στράφηκε προς τον δεύτερο με αστραπιαία ταχύτητα και τα σουβλερά του δόντια δάγκωσε την γάμπα του πολεμιστή. Σπάραξε στον πόνο σαν θρυμματίστηκαν τα κοκαλά του. Έτσι δώθηκε ευκαιρία στον τρίτο ληστή να κοπανήσει με το τσεκούρι του το λύκο. Η αξίνα βυθίστηκε στα πλευρά του ζώου. Η κραυγή του ήταν ανείπωτη, άγγιξε ακόμη και το αφεγκιστο φεγγάρι! Λαβωμένο όπως ήταν άρπαξε με τα δόντια του την ασπίδα του ληστή και με μανία τον χτύπησε στο κεφάλι. Το τσεκούρι έπεσε από την παλάμη του, σωριάστηκε στο έδαφός.
Ο πονεμένος λύκος σύρθηκε προς την φωτιά. Άσθμαινε έντονα. Η Νέγκ τον κοιτούσε θλιμμένη. Την είχε σώσει! Τα ωχρά μάτια του έβγαζαν μια ανθρώπινη ζεστασιά κι εκείνο το αγκομαχητό… Για μια στιγμή η νεγκ νόμισε πως έχασε τα λογικά της σαν ένα κύμα φωτός τον κάλυψε ολόκληρο και μετουσιώθηκε σε άνθρωπο με σάρκα και οστά, με το τομάρι να καλύπτει την γύμνια του και μια αιμάτινη λιμνούλα να λιμνάζει από το τραύμα του. Το βλέμμα του πονεμένο,παρότι το καστανό μούσι έκρυβε τα αρμονικά χαρακτηριστικά του.
«Κάνε υπομονή ο πόνος θα περάσει!» η Νέγκ έτρεξε κοντά του.
«Σε ευχαριστώ» καθάρισε την πληγή του και την καυτηρίασε.
Στην ράχη του λαιμού του υπήρχε η επιγραφή, Φένριρ.. Τότε αντιλήφθηκε με τι είχε να κάνει. Μα αδυνατούσε να σκεφτεί πως ένας θεός βρησκόταν σε αυτή την θέση.
«Θα σου απαντήσω» ακούστηκε μια φωνή από την άκρη του χώρου. Μα καλά ποιος είχε ακούσει τις σκέψεις της…
«Ήταν άτακτος. Ήθελε να ζήσει δίπλα στους θνητούς. Κι πίστεψέ με οι δυνάμεις του είναι αυτοκαταστροφικές» ο άγνωστος άντρας ήταν πανήψιλος και ισχνός. Η επιδερμίδα του αλαβάστρινη και τα μαλλιά του εβένινα σαν του κόρακα.
«Ήταν γενναίος απέναντι στους ληστές» η μητέρα χαμήλωσε το βλέμμα της στην σκέψη πως συναντούσε τον Λόκι, το θεό του χάους και της καταστροφής, πατέρα του Φένριρ.
«Είμαι περήφανος, ο Φένριρ είναι ικανός να καταστρέψει τον κόσμο, να διαλύσει την Άσγκαρντ, μα η ανθρωπιά είναι ένα από τα σημαντικότερα μαθήματα στην ζωή» ο Λόκι χάιδεψε το τριχωτό μάγουλο του άνδρα. «Η ανθρωπιά πληγώνει όμως, είναι μέγα αδυναμία..»
«Θα τον ήθελες προστάτη σου; Μπορώ να στον αφιερώσω. Τριάντα χρόνια ούτε ένα παραπάνω!» αποφάνθηκε σκεπτόμενος ο Λόκι.
«Ευχαριστώ, όμως ο Φένριρ είναι ελεύθερος να κάνει το θέλημά του έως την ημέρα του Ράγκναροκ» ένευσε η Νεγκ.
«Σου προσφέρω έναν θεό!»
«Θέλω μόνο να είναι καλά το παιδί μου» αγκάλιασε σφικτά τον γιό της.
«Σου προσφέρω ένα πατέρα, καθοδηγητή» έτεινε προς το μέρος πατώντας στις μύτες των ποδιών του
«Λόκι τι θες;»
«Πως περίμενα ότι θα το πείς!»
«χμμ..» Κοίταξε μια το παιδί και μία την μάνα.
Ο Φένριρ άνοιξε τα ακτινοβόλα μάτια του. Η θέα του πατέρα του δεν τον χαροποίησε. Ήξερε πως ο Λόκι κάποιο παμπόνηρο σχέδιο είχε μιας που τα θνητά του δεσμά τον αποδυνάμωναν. Έως ότου έρθει εκείνη η μέρα που ο ουρανός θα σπάσει σε χιλιάδες κομμάτια..
«Θέλω το πνεύμα μου να περιπλανιέται. Θεόρατο και ατίθασο σαν λάμπει το φεγγάρι μακριά από θνητές φαμίλιες. Είμαι ξεχωριστός, είμαι ο άλφα της αγέλης και είναι όλοι παιδιά μου».
«Έγινε, καλή συνέχεια!» Η μητέρα σάστισε πριν προλάβει να αντιδράσει. Δαχτυλίδια καπνού τύλιξαν το σώμα του Λόκι και ως δια μαγείας χάθηκε από προσώπου γης.
«Τι έγινε;» απόρησε η Νέγκ.
«Δεν κατάλαβες;» πρόταξε το πληγωμένο με αμυχές χέρι του στο δικό της και αυτή τον άγγιξε τρυφερά.
Με ένα κομμάτι ύφασμα τα έδεσε. Άξαφνα η πάνινη λωρίδα πήρε ζωή από το πηχτό αθάνατο αίμα του Φένριρ. Φάνταζε με φίδι , ατόφιο μελάνι που δαγκώνει τις σάρκες τους και άφησε ένα αποτύπωμα τατουάζ, πίστης και αφοσίωσης στους καρπούς τους. Ένα σύμβολο προστασίας μακριά από τους δαίμονες των αθανάτων.
«Θα είμαι πιστός στην προσοχή σας, μα σαν γεμίζει το φεγγάρι θα είμαι εκείνος ο μοναχικός, το πλάσμα που ζητά την ελευθερία της σελήνης. Το κτήνος που καταπίνει ήλιους και μάχεται με τις βαλκυρίες, που προκαλεί οργή στους τιτάνες καθώς η Χέλλα φιλάει τις πύλες του Άδη. Μα τις υπόλοιπες η φύση μου, γνωστή σου!»
«Κι πάλι είσαι ελεύθερος να πας όπου θελήσεις!»
«Ο Λόκι ήθελε ένα γιο! Δεν θα τον άφηνα ποτέ να πάρει τον δικό σου όταν είμαι σφυρηλατιμένος με το αίμα του».
Βασιλική Μπούζα 1/3/22