Η Καθαρίνα Σκράντεριν, ήταν όπως και κάθε μέρα, από πολύ νωρίς το πρωί, στο πόδι. Είχε ήδη ζυμώσει, ένα μεγάλο μέρος του εμπορεύματος της και ετοιμαζόταν να το φουρνίσει. Σιγομουρμούριζε έναν γλυκό, απαλό σκοπό, καθώς περιφερόταν στο μικρό της εργαστήριο, φτιάχνοντας ψωμιά, μπισκότα, τάρτες, πίτες, κέικ και όλων των ειδών τα γλυκίσματα. Μπορεί εκείνος ο ύπουλος, ο αντίπαλος της, ο Χανς Μέτζλερ, να την είχε διασύρει και κατηγορήσει ως μάγισσα, όμως το δικαστήριο, την αθώωσε πανηγυρικά και οι πελάτες της, που τόσο την αγαπούσαν, δεν την εγκατέλειψαν τελικά. Αυτό από μόνο του, αρκούσε για να την κάνει χαρούμενη.
Η νεαρή φουρνάρισσα, τελείωσε με την ετοιμασία του ψωμιού. Έπειτα βάλθηκε να φτιάχνει μπισκότα και κεκάκια που θα διακοσμούσε με σοκολάτα και διάφορα ζαχαρωτά. Ζύγισε πρώτα τα υλικά που θα χρειαζόταν για τις συνταγές της, έφερε τα κατάλληλα εργαλεία και σκεύη πάνω στον πάγκο εργασίας της και ξεκίνησε το ανακάτεμα. Είκοσι λεπτά αργότερα και τα πρώτα μπισκότα βανίλιας έμπαιναν ήδη στον φούρνο.
Η Καθαρίνα, ήταν τώρα ανεβασμένη πάνω στο ξύλινο σκαμπό της, για να πιάσει ένα πακέτο ζάχαρη από το ντουλάπι, όταν άκουσε ένα απαλό τρίξιμο, από τις σανίδες του μαγαζιού της.
«Ποιος να είναι τέτοια ώρα;» αναρωτήθηκε. «Δεν ξημέρωσε ακόμα»
Κατέβηκε από το σκαμπό, σκούπισε τα χέρια της, στην ποδιά της και προχώρησε προς το μπροστινό μέρος του μαγαζιού, εκεί όπου εξυπηρετούσε τον κόσμο. Άπλωσε το χέρι και άναψε τα φώτα.
Το δωμάτιο ήταν άδειο, εκτός από τους διάφορους πάγκους και τις βιτρίνες που περίμεναν καρτερικά να γεμίσουν με τα καλούδια που θα έφτιαχνε.
«Παράξενο» μουρμούρισε. Επέστρεψε στο εργαστήριο της, χωρίς να δώσει περαιτέρω σημασία.
Λίγα λεπτά μετά, το παράξενο τρίξιμο ακούστηκε ξανά. Αυτή την φορά η Καθαρίνα, δεν έχασε καιρό, έτρεξε αμέσως να δει τι συμβαίνει.
Πριν καν προλάβει να ανάψει τα φώτα, μια γροθιά προσγειώθηκε στο πρόσωπο της, αφήνοντας την αναίσθητη.
***
Ο Χανς Μέτζλερ, ήταν ένας από τους πιο αξιότιμους πολίτες, στην μικρή αυτή πόλη της Γερμανίας όπου ζούσε και έμενε, μαζί με την αδερφή του Γκρέτελ, στο παλιό σπίτι των γονιών του. Από πολύ μικρός, εγκατέλειψε το σχολείο και αφοσιώθηκε στην τέχνη του φούρναρη, που όπως του έλεγε συχνά ο πατέρας του, ήταν η μόνη δουλειά που σίγουρα θα του έφερνε ένα καρβέλι ψωμί, στο τέλος κάθε ημέρας για να θρέψει την φαμίλια του.
Σαν μεγάλωσε αρκετά, ανέλαβε, τον οικογενειακό φούρνο και μαζί με την βοήθεια της αδερφής του, κατάφερναν κουτσά στραβά να τα βγάζουν πέρα. Γιατί μπορεί ο Χανς να έμαθε την δουλειά του φούρναρη, ωστόσο ποτέ του δεν μπόρεσε να αγαπήσει την μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού, την αίσθηση μιας καλοφτιαγμένης ζύμης, την γεύση μιας λαχταριστής πίτας. Οι άνθρωποι της πόλης, έκαναν συχνά παράπονα για το καμένο ψωμί που ήταν αναγκασμένοι να αγοράζουν από εκείνον, για τα άνοστα γλυκά και τις γεμάτες λίπος πίτες, που δεν τις έτρωγαν ούτε τα ζώα τους. Αλλά τον Χανς δεν τον ένοιαζε. Αρκεί που έβαζε στην τσέπη του, τα καλογυαλισμένα λεφτουδάκια τους.
Μέχρι που στην γειτονιά τους, ήρθε εκείνη, αυτή η άτιμη γυναίκα, η Καθαρίνα. Στην αρχή κανένας δεν πατούσε το πόδι του στο μαγαζί της, αλλά, οι λαχταριστές μυρωδιές που έβγαιναν από τον φούρνο της, τράβηξε δειλά δειλά τους πρώτους πελάτες, έως ότου ο Χανς, μετρούσε τους δικούς του στα δάχτυλα του ενός χεριού. Όσο η αντίπαλος του θησαύριζε, εκείνος αναγκαζόταν κάθε βράδυ να κοιμάται με άδειο το στομάχι και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, είχε και την γκρίνια της αδερφής του, της Γκρέτελ, από πάνω.
Έτσι αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Το πρώτο βήμα, ήταν να αρχίσει να την κατηγορεί σε όλους. Μικρά αθώα ψέματα για τις συνταγές της, για τις μεθόδους της, για άγνωστους άντρες που έμπαιναν κάθε βράδυ στο φούρνο της και δεν έβγαιναν ποτέ ξανά. Η δεισιδαιμονία ήταν καλά ριζωμένη στην μικρή τους πόλη. Έτσι πολύ γρήγορα ο κόσμος, που δεν γνώριζε την Καθαρίνα, πίστεψε πως ήταν μάγισσα. Πως κάτι ανίερο συνέβαινε πίσω από τις κλειστές πόρτες του καταστήματος της. Όταν βέβαια, οι κατηγορίες του έφτασαν στα αυτιά του δικαστηρίου, η Καθαρίνα φυλακίστηκε. Αυτοί οι ηλίθιοι όμως, την αθώωσαν τόσο γρήγορα όσο την είχαν συλλάβει και της επέτρεψαν να γυρίσει ξανά στην δουλειά της. Τότε ο Χανς συνειδητοποίησε πως για να ξεφορτωθεί την Καθαρίνα, χρειαζόταν άλλο σχέδιο.
***
«Ξύπνα, ξύπνα πια ηλίθια γυναίκα» της φώναξε ο Χανς την ώρα που την χαστούκιζε.
Η Καθαρίνα πετάρισε αργά αργά τα μάτια της, μέχρι που τελικά τα άνοιξε. Κοίταξε ολόγυρα, το εργαστήριο της, που ήταν άνω κάτω. Σακιά με αλεύρια ξεσκισμένα. Τα βάζα όπου φυλούσε τα πολύτιμα υλικά και μυρωδικά της, πεταμένα στο πάτωμα με πολλά δοχεία σπασμένα. Τα γλυκά της πασαλειμμένα σε τοίχους και πάγκους. Τα εργαλεία της κατεστραμμένα. Ο κόπος και ο ιδρώτας μιας ζωής, διαλυμένος. Ένιωσε τα μάτια της να βουρκώνουν, προτού εντοπίσει τις δύο φιγούρες που στέκονταν στο βάθος του μαγαζιού, απέναντι της και πλησίαζαν αργά. Ο Χανς και η Γκρέτελ.
«Τι κάνετε εδώ;» τους ρώτησε, ακόμα ζαλισμένη. Προσπάθησε να σηκωθεί από την θέση της, αλλά διαπίστωσε με έκπληξη, πως ήταν δεμένη χειροπόδαρα πάνω σε μια καρέκλα. «Τι μου κάνατε;» τους φώναξε αυτή την φορά.
«Ήρθε η ώρα να πληρώσεις για τα εγκλήματα σου μάγισσα» της είπε η Γκρέτελ και της τράβηξε τα μαλλιά τόσο δυνατά που μια μεγάλη τούφα ξεριζώθηκε από το κρανίο της Καθαρίνα κάνοντας την να ουρλιάξει.
«Ποια εγκλήματα; Τι λέτε; Είστε τρελοί. Αφήστε με να φύγω» κλαψούρισε εκείνη.
«Θα φύγεις, αλλά μόνο νεκρή από εδώ μέσα. Θα πληρώσεις για όλο τον εξευτελισμό και την ντροπή που ανέχομαι καθημερινά, από την ημέρα που πάτησες το πόδι σου σε αυτή την πόλη και μάγεψες τους πάντες με τα γλυκά και τις πίτες σου»
Ο Χανς, κοίταξε την αδερφή του. Της έκανε νόημα κι εκείνη εξαφανίστηκε από κοντά τους. Επέστρεψε γρήγορα, κρατώντας μια μεγάλη κατσαρόλα με κάτι που άχνιζε μέσα και την άφησε στο πάτωμα.
«Αυτό θα το ευχαριστηθώ πολύ» είπε ο Χανς.
Με την βοήθεια της Γκρέτελ, άρπαξαν τα πόδια της Καθαρίνα που φώναζε και κοπανιόταν και τα βούτηξαν στο καυτό σιρόπι. Η κοπέλα ούρλιαξε από πόνο, ενώ δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της. Αλλά τα βασανιστήρια της δεν τελείωσαν εδώ. Όσο η Καθαρίνα ούρλιαζε, άλλο τόσο ο Χανς και η Γκρέτελ πλήγωναν το κορμί της. Χάραζαν το δέρμα της, λες και ήταν ένα καλοζυμωμένο φραντζολάκι, έτοιμο για ψήσιμο. Όταν βαρέθηκαν πια τα ουρλιαχτά της και η κοπέλα ήταν ένα βήμα πριν το χείλος του θανάτου, ξεκίνησαν να την τεμαχίζουν.
Έφτιαξαν, ψωμιά, γλυκά, πίτες και άλλα πολλά με τα κομμάτια της άτυχης κοπέλας και τα έψησαν στον φούρνο της. Όλη η πόλη γέμισε εκείνη την ημέρα από την παράξενη μυρωδιά που ερχόταν από τον φούρνο της Καθαρίνα και όλοι έσπευσαν να πάρουν από κάτι, ξελιγωμένοι από τα αρώματα.
Από εκείνη την ημέρα και μετά, ο Χανς έγινε ο καλύτερος φούρναρης όλης της πολιτείας, μαζί με την βοήθεια της αδερφής του, της Γκρέτελ. Κανείς ποτέ δεν έκανε παράπονα για το ψωμί του, ή τα γλυκά που έφτιαχνε. Κανείς ποτέ, δεν ρώτησε τι απέγινε η Καθαρίνα.