Κανείς δεν τολμούσε να ξεστομίσει το όνομά του. Λες και κάποια ανίερη κατάρα θα στοίχειωνε όποιον επικαλούταν την ταυτότητα του. Όλοι γνώριζαν τον γιο του Λόρδου Γκόρντον. Κάποιοι λένε ότι είχε κάνει συμφωνία με τον διάβολο, άλλοι πάλι ότι ήταν γέννημα της Νύχτας. Είχε κάτι αιθερικό στην όψη του που προκαλούσε ανατριχίλα στις δεσποινίδες. Στα σουαρέ πλήθαιναν οι φήμες για την ιδιοσυγκρασία του. Οι κύριοι έλεγαν ότι παρά την φαινομενικά ισχνή περιβολή κατέφευγε σε ανίερους τρόπους να διασφαλίσει νίκες σε προσωπικές διαμάχες. Οι κυρίες της αυλής, πίσω από τις αραχνοΰφαντες βεντάλιες τους ψιθύριζαν πως διαχειριζόταν τις δυνάμεις του κεραυνού και της αστραπής.
Σκοτεινός, λιγομίλητος..
Κάποτε μια υπηρέτρια, ίσα με 20 χρονών καθάριζε τα ασημικά στο γραφείο του πατέρα του. Η φούστα της αποτελούταν από γκριζες γάζες λινού, με φαρμπαλάδες ενώ ένα ασορτί σκουφάκι κάλυπτε την κόμη από τα ατίθασα καστανά μαλλιά της. Άξαφνα νόμισε πως άκουσε κραυγες, ίσως δημιούργημα της φαντασίας της. Αγνόησε και συνέχισε να τρίβει με την πετσέτα της την επιφάνεια του μικρού καθιστικού. Όμως ο επαναλαμβανόμενος αργόσυρτος ήχος την αποσπούσε. Μια γυναίκα βαριανάσανε, ένας υπόκωφος ψίθυρος ίσα με μουρμουρητό, βουητό από μελίσσι ταξίδευε κάτω από τις σαθρές σανίδες του αρχοντικού και πάλλονταν μέσα από τους τοίχους. Θες και η περιέργεια φούντωσε μέσα της ακολούθησε το δρόμο του υπογείου. Μια μικρή πόρτα, ένα μπρούτζινο χερούλι και λίγες σανίδες οδηγούσαν στην άβυσσο. Μάζεψε τα μεσοφόρια της, κατέβηκε τα σκαλιά και τότε τα έχασε!
Δυνατός αέρας, όμοιος με τυφώνα παράσυρε τα πάντα στο πέρασμα του. Φωτεινές αστραπές συγκλόνιζαν το ανήλιαγο μέρος. Μέσα από τα σπλάχνα του κόσμου των στοιχειών και των πνευμάτων, στο κέντρο του δωματίου υψωνόταν μια γυναικεία μελαχρινή φιγούρα με τα άκρα της ορθάνοιχτα σε στάση ευδαιμονίας. Φορούσε ένα πέπλο από αιμάτινα πορφυρά πούπουλα. Τα βλέφαρά της κλειστά, πύκνές βλεφαρίδες από εβένινο μετάξι. Ο κύρης βρισκόταν γονατισμένος, κρατούσε έναν οβάλ ραγισμένο καθρέφτη, σημαδεμένο όπως και τα ψεγάδια της ψυχής του. Ποθούσε να απελευθερώσει την ψυχή της από τα δεσμά του χρόνου, να δώσει ύλη στην μορφή της. Σαν θεότητα που την λάτρευε. Ο καθρέφτης αναφλέχτηκε, τυλίχτηκε σε μια κυανή φλόγα χωρίς να φθείρει την σάρκα του ή το καλοραμμένο κουστούμι που φορούσε. Άξαφνα η αλλόκοσμη μορφή μετουσιώθηκε σε χιλιάδες κρυστάλλινα δάκρυα. Υπέστη έκρηξη προς όλες τις κατευθύνεις. Το κύμα βροχής ανέτρεξε σε κάθε σχισμή οξυγόνου. Τα γόνατα της υπηρέτριας λίγησαν από τρόμο, η μιλιά της κόπηκε. Προσπάθησε να ανέβει την σκάλα γοργά. Μα το ακαθόριστο αποτύπωμα της θεότητας την αιχμαλώτισε. Αιχμηρά κρύσταλλα χώθηκαν στα μάτια της και αιμάτινα δάκρυα κύλισαν. Μια εισπνοή της ομιχλώδους ροής εκφύλισε τα κύτταρα της.
Και αυτό ο Λόρδος το γνώριζε, την ώρα που παρουσιάστηκε στο φουαγέ μπρος στα αστραφτερά βλέμματα όλων. Όλοι ζήλεψαν την χρυσή τουαλέτα της κι την πρώην ιδιότητα της. Μα η θέρμη του νεαρού είχε χαθεί στο πλέον ιβουάρ βλέμμα της. Δεν τον ενδιέφερε το παρελθόν της , διότι ήταν η θεά του, όλος ο κόσμος του. Κι η βραδιά ήταν δικιά τους, ακόμη και αν θα άκουγαν τα ανείπωτα από τα χείλη των καλεσμένων.
Βασιλική Μπούζα 24/1/22