Λάτρευε τους μακριούς ονειροπόλους περιπάτους, από εκείνους που χάνεσαι στις ανάσες και τα βήματα της καρδιάς ψηλαφίζοντας τα αστέρια. Μοναχική στους πλακόστρωτους διαδρόμους της πόλης του φωτός. Εκεί που οι καλλιτέχνες του δρόμου εξασκούσαν το ταλέντο τους και μάζευαν ψιλά από τους περαστικούς. Απόγευμα σαν όλα τα άλλα, αλλά η Λίλυ απολάμβανε το αχνιστό καφεδάκι της ρίχνοντας το βλέμμα της πότε στις βιτρίνες και πότε στα μικρά καφέ, που ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια. Το πολύχρωμο πλεκτό κασκόλ ίσα που σειόταν από το ανεπαίσθητο αεράκι και ο αχνός από τα σκούρα χείλη της δημιουργούσε ακαθόριστα σχέδια. Τα παπούτσια της μυτερά, μέχρι τον αστράγαλο η σμαραγδένια πλισέ φούστα της και εκείνος ο κοτλέ μπερές της ίσα που συγκρατούσε την όλο ατίθασες μπούκλες χαίτη της.
Στο Παρίσι ακόμη και η νοσταλγία μοιάζει τόσο σικ, κομψή και πάντοτε στην μόδα. Η μοναξιά κάτω από τα φώτα του Άιφελ μετουσιώνεται σε παγωμένο κολιέ από πολύχρωμα λαμπερά χαμόγελα. Από εκείνα τα λουκέτα που σφραγίζουν με την αγάπη τους όρκους αιώνιας πίστης , οι εραστές στις όχθες του Σηκουάνα. Τα ποταμόπλοια περνούν φορτωμένα με τουρίστες, ανυπομονώντας για ένα στιγμιότυπο κάτω από την Παναγία των Παρισίων.
Αυτή η γλυκιά μελαγχολία οδηγεί υπό ένα μουσικό σκοπό στο σπίτι του μαριονεττίστα. Τα νήματα κινούνται πότε νωχελικά κι πότε γάργαρα, αποκτώντας αισθήσεις, ψυχή και συναισθήματα. Μικροί και μεγάλοι συρρέουν να ανταμώσουν τον “Monsieur Fleur”. Ντελικάτος μέσα στο φαρδύ κουστούμι του θυμίζει κάτι από Σαρλό με πολύχρωμα μπαλώματα στην φορεσιά του. Υποκλίνεται μπρος το κοινό με το καπελάκι του ορθωμένο. Μια τεράστια μαργαρίτα κοσμεί το πέτο του. Κι όμως είναι ο καλύτερος διασκεδαστής! Ο μοναδικός τρόπος που παίζει την μικρή κιθάρα του κάτω από τον παριζιάνικο ουρανό προκαλεί χειροκροτήματα. Ονειροπολεί για την αγάπη του, την Τριανταφυλλένια. Μια κούκλα τόσο αξιαγάπητη και ζηλευτή. Με τούλινο φόρεμα και εκφραστικά φουντουκένια μάτια.
«Αχ Τριανταφυλλένια πως η καρδιά μου χτυπά για σένα! Μοναχός ζω, πόνο μεγάλο έχω στην καρδιά» κάποιοι από τους στοίχους του τραγουδιού.
«Μα καλά γλυκιά μου Τριανταφυλλένια δεν βλέπεις τον άμοιρο που ξαγρυπνά μονάχος σ’ ένα παγκάκι του δρόμου, με μια φωτογραφία προς θύμησή σου, λουσμένος από το φως της αγάπης στου μοναδικού στύλου» η Λίλυ σκέφτηκε παρατηρώντας το σκηνικό του μαριονεττιστα.
Κι τώρα κουρασμένος γυρνά στο φτωχόσπιτό του! Μικρό, ζεστό, απόκοσμο από του ύπνου τα δίχτυα. Καίει φωτιά στο τζάκι και του πυρώνει την πληγωμένη του καρδιά. Η ψιψίνα του, Κλόε το ονομά της, τον αναζητεί. Χάδια αγάπης ζητά σαν αναπαύεται πάνω στην ποδιά του και αυτός την απαλή του κουβέρτα κάνει φωλιά ώσπου πια δεν γλυτώνει από του ύπνου τα δεσμά. Ο κόσμος σε χειροκροτήματα ξεσπά. Τον καλλιτέχνη (μαριονεττίστα) επικροτεί με νομίσματα στο καπέλο του πολλά.
«Αχ Monsieur Fleur, πολύ θα ήθελα να ταξιδέψω στα ονειρά σου. Ίσως ο ήλιος εκεί αναζωογονεί την καρδιά» ψιθύρισε στην μαριονέττα καθώς πέταξε μερικά κέρματα.
«Ξεκουράζεται για την αυριανή περιπέτεια δεσποινίς. Αύριο με το καράβι του θα κατακτήσει τις θάλασσες και θα μαζέψει καλούδια να τα κάνει δώρο στην αγαπημένη του» ένευσε ο μαριονεττίστας.
«Νομίζω πως του αξίζει ένα μεγάλο φιλί για καληνύχτα. Bonne nuit Monsieur Fleur” το άγγιγμα της αποτύπωμα στο πορσελάνινο μάγουλο του.
Η Λιλύ απομακρύνθηκε ακολουθώντας τον δρόμο της επιστροφής. Μέσα από δρομάκια, τετράγωνα και στενά άξαφνα το βλέμμα της έπεσε σε ένα μεγάλο ρολόι με λαμπερούς χάλκινους δείκτες. Η ώρα είχε περάσει για τα καλά. Αναρίγησε, και ύστερα άφησε μια στριγκλιά δέους. Νόμισε ότι τα χάνει σαν της βλεφάρισε η μεγάλη πορσελάνινη κούκλα πλάι του. Στρογγυλά εκφραστικά μάτια και ροζ τούλινο φόρεμα. «Η Τριανταφυλλένια» σκέφτηκε. Ο αχνός θόλωσε το τζάμι και με την μπουνιά της το καθάρισε. Το στομάχι της γουργούρισε μπρος τα λαχταριστά κεράσματα της βιτρίνας του μικρού ζαχαροπλαστείου.
«Θα σε επισκεφτώ» τόνισε στον εαυτό της και πήρε το δρόμο για το σπίτι της.
Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε σκεπτόμενη τον Monsieur Fleur. Θα ταξίδευε στις επτά θάλασσες και θα έβρισκε τα πιο σπάνια μαργαριτάρια, δώρα από τις γοργόνες, κόρες του βασιλιά Τρίτωνα. Θα κατέφθανε στην Μέση Ανατολή να αναζητήσει αμύθητα διαμάντια σαν έσωνε από ληστές την κόρη ενός εμίρη και θα οδηγούταν πίσω στον ωκεανό να δαμάσει τα κύματα της περιπέτειας πέρα από τρομακτικά τέρατα.
***
Πέρασαν κανα δυο μέρες όταν ένα απόγευμα βρέθηκε ξανά στο ζαχαροπλαστείο. Αυτή την φορά δεν χάζεψε την βιτρίνα του, οπλίστηκε με θάρρος και μπήκε να παραγγείλει. Μέσα της η περιέργεια την έκαιγε. Χίλιες δύο μυρωδιές εισέβαλαν ορμητικά στην μύτη της σαν πέρασε την θύρα, ποια να πρωτοξεχωρίσει; Την σοκολάτα, ή την κρέμα βανίλια. Την κανέλα ή μήπως την άχνη ζάχαρη. Τόσες λαχταριστές μπουκιές κοσμούσαν τις γυάλινες προθήκες. Μικρές αμαρτωλές λιχουδιές..
«Πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» ξεπρόβαλλε μια αφράτη μεσήλικη κυρία. Τα μαλλιά της ήταν δεμένα σε έναν σινιον κότσο ενώ μια υπέροχη ποδιά, διακοσμημένη με κεκάκια ήταν περασμένη γύρω από την μέση της.
«Θα ήθελα ταρτάκια, μήλο και φράουλα παρακαλώ».
«Είναι πανέμορφα εδώ μέσα. Θα μπορούσα να είμαι όλη μέρα»
«Ευχαριστούμε, κάνουμε ότι μπορούμε!» τοποθέτησε τα γλυκά μέσα στο κουτί
«Θα ήθελα να σας ρωτήσω για την κούκλα στην βιτρίνα»
«Αν και παλιά δεν είναι πανέμορφη; Την πήρα από πωλητή στο Σεντ Ζερμέν» αποφάνθηκε η γυναίκα σαν τύληξε με ασημένια κορδέλα το κουτί.
«Αν την πουλάτε θα ήθελα να την αγοράσω».
«Δεν πουλιέται, είναι συναισθηματικής αξίας» ο τόνος της ήταν κάπως τραχύς μα η Λίλυ δεν έδειξε να πτοείται.
«Ευχαριστώ πολύ θα τα ξαναπούμε. Καλό σας απόγευμα».
Πήρε το κουτί και κατευθύνθηκε προς το στέκι του μαριονεττίστα. Αυτή την φορά ο Monsieur Fleur έπαιζε πιάνο ενώ ο φίλος του ο αρλεκίνος ντράμς. Μια μικρή παρέα παιδιών είχε καθίσει μπρος από την σκηνή και παρακολουθούσε τον τρόπο που πίεζε τα χεράκια του στα πλήκτρα, τόσο απολαυστικό και διασκεδαστικό.
Μόλις τελείωσε η πρόχειρη συναυλία, η Λίλυ πρόσφερε ένα γλυκό στον κουκλοποιό. Αν και αρνήθηκε αρχικά πήρε ένα γλυκό. Ρυτίδες είχαν ζαρώσει τα βλέφαρα του, η γενειάδα του ήταν πυκνή και λευκή όπως και η κόμη του.
«Κύριε Ζώρζ νομίζω πως βρήκα την Τριανταφυλλένια.»
«Μα τι λες κορίτσι μου;»
«Αρκετά μέτρα πιο κάτω υπάρχει ένα ζαχαροπλαστείο..»
«Μην πλάθεις ιστορίες με το μυαλό σου, η ανάγκη σου να δεις τον Μonsieur Fleur με την αγαπημένη του σε κάνει να κυνηγάς χίμαιρες ».
«Μα ήταν ίδια με την περιγραφή»
«Κάποτε είχα φτιάξει μια, ράγισε, την επιδιόρθωσα αλλά ….»
«Καλησπέρα. Τι λέτε εσείς οι δύο; Δεν νομίζω να σκαρώνετε κάτι που δεν πρέπει να ξέρω» μια βαθειά χροιά έκοψε τον ειρμό της συζήτησης.
«Είμαι ο Μαξίμ. Γιος του κατεργάρη Μαριονεττίστα» έσφιξε τον λαιμό της καπαρτίνας του έτεινε το χέρι του προς χειραψία.
«Χάρηκα πολύ Λιλύ, μεγάλη φαν» αποκρίθηκε η νεαρή.
«Πως τα πάει ο καλλιτέχνης μας; Έχει κοινό μετά από τόσα χρόνια;»
«Άψογα θα έλεγα».
«Τον θυμάμαι από μικρός. Η ψυχαγωγία είναι μέσα στο αίμα του. Η ανάσα του, το γέλιο του. Η χαρά που προσφέρει στα μικρά παιδάκια. Κάποτε δεν είχαμε να φάμε, το κουκλοθέατρο και οι μαριονέτες ήταν η μόνη διέξοδος μας. Η αγάπη και η καλοσύνη του κόσμου.
«Φαίνετε πως τις αγαπάει»
«Τις λατρεύει. Ο τρόπος που τις επισκευάσει, που τις χειρίζεται ευλαβικός. Κι όταν κάτι πάει στραβά αθυμία τον πιάνει..»
***
Λίγες μέρες αργότερα η Λιλή ξαναπήγε στο ζαχαροπλαστείο.. Αυτή την φορά για μάφινς και κεκάκια με γλάσο. Αυτή την φορά εμφανίστηκε πίσω από τον πάγκο μια νεαρή. Χαριτωμένη και πρόσχαρη με κούρεμα αλα γκαρσόν κι φλοράν πουκάμισο. Τις τα τοποθέτησε με προσοχή μέσα σε ένα ασημένιο κουτί. Η Λίλυ βρήκε ευκαιρία να ρωτήσει ξανά όταν πλήρωσε.
«Θα ήθελα να ρωτήσω για την κούκλα στην βιτρίνα. Ενδιαφέρομαι αν είναι προς πώληση»
«Δεν πουλιέται» είπε η μικρή δεν θα ήταν ίσα με 17 χρονών.
«Θα την ήθελα αν μπορείτε..»
«Πέντε εκατομμύρια» πρόσθεσε θρασύτητα.
Η Λιλύ μόλις παρέλαβε το πακέτο έκανε να φύγει μην δίνοντας άλλο έκταση στον τεταμένο τόνο. Την ώρα που άνοιξε την πόρτα η μικρή της απεύθυνε τον λόγο.
«Όταν ήμουν 11 χρονών έκανα χειροθεραπείες. Δεν είχα τρίχα στο κεφάλι μου, ήμουν πολύ αδύνατη, και η αίσθηση της βελόνας του καθετήρα ήταν νωπή. Ακόμα θυμάμαι το τσιρότο στις φλέβες μου. Ηταν μια ηλιόλουστη μέρα στο Σαντ Ζερμέν, επιτέλους διακοπές από το διαολεμένο νοσοκομείο. Με την φωτογραφική μου μηχανή απαθανάτιζα τα αξιοθέατα, ώσπου στο οπτικό μου πεδίο εμφανίστηκε ένας μαριονεττίστας. Θαύμασα τις επιδέξιες ικανότητες του, τα μικρά ρεσιτάλ που προσκαλούσαν πολλά παιδιά. Παιδιά που με κορόιδεψαν, που μου πέταξαν το καπέλο σε ένα κυνηγητό και γέλασαν χαιρέκακα. Τότε ήταν που ο Monsieur Fleur μου πρόσφερε μια μαργαρίτα, προσπαθώντας να πάρει τα δάκρυα μακριά. Έτσουζαν, έκαιγαν.. Το ρεσιτάλ μου απόσπασε τις κακές σκέψεις και όταν τελείωσε μου την χάρισε. Δεν με ένοιαζε που ήταν λίγο ραγισμένη όπως εγώ. Για να έχω μια φίλη στο κρεβάτι του πόνου. Την πανέμορφη Τριανταφυλλένια!».
«Ξέρεις, ο μαριονεττίστας είναι στην πλατεία. Αν θέλεις να τον συναντήσεις μετά από όλα αυτά τα χρόνια θα μπορούσα να σε πάω». Στο άκουσμα της ιστορίας η Λίλυ αναρίγησε. Ένα τεράστιο κύμα θαυμασμού τύλιξε την ψυχοσύνθεση της.
«Σοβαρά;» ρώτησε με έκπληξη η κοπέλα.
«Νομίζω ο κύριος Ζωρζ θα χαρεί πάρα πολύ, παρομοίως και ο Monsieur Fleur! Θα ήταν μια καλή ευκαιρία να ανταμώσετε».
Κι έτσι έγινε….
Καθώς ο μαριονεττίστας ψυχαγωγούσε τους διαβάτες, όπως τότε στο Σεντ Ζερμέν η Μαρί τον πλησίασε, σαν μικρό κοριτσάκι, μες τις χούφτες της να φωλιάζει η Τριανταφυλλένια. Άξαφνα ο Monsieur Fleur αναρίγησε, σαν αντίκρισε μες το πλήθος την αγαπημένη του. Ο μαριονεττίστας με δυσκολία συγκράτησε την συγκίνηση του καθώς ένα συνταρακτικό ρίγος ηθικής πληρότητας πλημύρισε όλο το κορμί. Η μικρή είχε γίνει ολόκληρη γυναίκα. Κι να που η αγαπημένη του Τριανταφυλλένια είχε εκπληρώσει την αποστολή της ως φύλακας άγγελος και πλέον επιστρέφε από το μεγάλο ταξίδι της. Ο Μαξίμ που παρακολουθούσε σιωπηλός αγκάλιασε τον πατέρα του με τη Λίλυ να χάριζει ένα τεράστιο χαμόγελο επιτυχίας.
«Ω γλυκιά μου Τριανταφυλλένια» ψέλισσε ο Monsieur Fleur κι εκείνο το βράδυ της χάρισε το θερμότερο τραγούδι της καρδιάς του. Είχαν τόσα πολλά να πουν, επιτέλους ήταν ευτυχισμένος....
Βασιλική Γ. Μπούζα copywright 21/1/22