Υπήρχε κάποτε ένας παγκοσμίου φήμης πιανίστας ονόματι Αλέξανδρος, του οποίου οι μουσικές μελωδίες συγκινούσαν το κοινό μέχρι δακρύων. Ήταν ο τρόπος που ψηλάφιζε τα πλήκτρα, η δύναμη της ψυχής που τραγουδούσε και η ένταση στις νότες, η κορύφωση των συναισθημάτων που προκαλούσε τέρψη στην καρδιά των ακροατών του. Είχε μια παθιασμένη ερωτική σχέση με μια όμορφη ισπανίδα που ονομαζόταν Ισαβέλλα, η οποία ήταν επίσης ταλαντούχα και μια από τους πιο αφοσιωμένους οπαδούς του, με εξαιρετικό πάθος για τη δημιουργία ηχητικών υποβάθρων ταινιών μικρού μήκους. Ταξίδεψαν μαζί σε όλο τον κόσμο, στις πιο μεγαλειώδεις αίθουσες συναυλιών και μοιράζοντας τη βαθιά αγάπη για τη μουσική.
Ωστόσο, η ζωή είναι αβέβαιη και δυστυχώς τραγωδία χτύπησε μια μέρα όταν η Ισαβέλλα διαγνώστηκε με μια σπάνια ασθένεια που της κόστισε τη ζωή μέσα σε λίγες εβδομάδες. Ο Αλέξανδρος ήταν συντετριμμένος από την απώλεια της αδελφής ψυχής του και δεν μπορούσε να ακουμπήσει το πιάνο. Ένιωθε σαν να είχε πεθάνει ένα κομμάτι του με την Ισαβέλλα και δεν μπορούσε να βρει την έμπνευση ή το κίνητρο για να συνεχίσει τη μουσική του καριέρα. Είχε χάσει την έμπνευσή του και δεν μπορούσε να παίξει μουσική με τον ίδιο πάθος και αγάπη όπως παλιά. Όλα έμοιαζαν τόσο άχρωμα. Η καθημερινότητα του άλλαξε δραματικά σαν έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη. Όλα έμοιαζαν τόσο μάταια κι η απόγνωση φώλιασε στην καρδιά του, η γυαλάδα των πράσινων ματιών του είχε χαθεί, είχε γίνει ένα κουβάρι από καταστροφικές σκέψεις, ένας απροσπέλαστος τοίχος χωρίς ίχνος αυτοαγάπης, μπρος στο ξεμαλλιασμένο και φανερά αδυνατισμένο είδωλο του καθρέφτη του.
Πέρασαν μήνες και η θλίψη του Αλέξανδρου έγινε όλο και πιο βαθιά. Ένα βράδυ, καθώς καθόταν μόνος του στο μουσικό του δωμάτιο, ένιωσε μια παρουσία στο δωμάτιο. Νόμιζε πως τα μάτια του τον γελούσαν, πως ήταν ακόμη μια από τις αυταπάτες του νου. Ίσως η φαντασία του οργίαζε για ακόμη μια φορά τόσο που η φωνή της αντηχούσε στο μικρό σαλόνι. Τα πλήκτρα σάλεψαν, μια γνώριμη μελωδία ξεκίνησε να παίζει στο πιάνο του. Γύρισε απότομα και αντίκρισε την Ισαβέλλα να στέκεται πίσω του, μια φασματική μορφή, ολίγον θολή, ιριδίζουσα με ένα μεγάλο χαμόγελο, με την αιθέρια μορφή της να ακουμπά απαλά τα πλήκτρα. Ο Αλέξανδρος ήταν σοκαρισμένος αλλά ταυτόχρονα ευτυχισμένος που η αγαπημένη του ξαναεμφανίστηκε σαν αλλοτινή σκιά από τον κόσμο της ονειροπόλησης.
Αν και τρόμαξε, μετά κατάλαβε ότι η Ισαβέλλα είχε έρθει κοντά του με το πορφυρό της φουστάνι ως φάντασμα για να του δώσει έμπνευση και γαλήνη στην καρδιά του. Τις επόμενες εβδομάδες, επισκεπτόταν τον πιανίστα κάθε βράδυ, παίζοντας μουσική και ενθαρρύνοντας τον να βρει ξανά χαρά στο πάθος του.
Νόμιζε πως χάνει τα λογικά του, μα κάθε επίσκεψη, η καρδιά του Αλέξανδρου άρχισε να γιατρεύετε και σιγά σιγά ξαναβρήσκει την επιθυμία να παίξει πιάνο. Η απόκοσμη παρουσία της Ισαβέλλας του έδωσε το κουράγιο και τη δύναμη να προχωρήσει στη μουσική του καριέρα και τελικά πραγματοποίησε μια συναυλία αφιέρωμα στη μνήμη της που συγκίνησε το κοινό. Το καμπάκ του ήταν δυναμικό με έναν δίσκο αφιερωμένο στις στιγμές που πέρασαν μαζί. Κι οι φανς το λάτρεψαν, τόσο που μετέβη πρώτο στις πωλήσεις των τσαρτς.
Τελικά, ο Αλέξανδρος ήξερε ότι η Ισαβέλλα θα ήταν πάντα μαζί του, εμπνέοντάς τον και γεμίζοντας την καρδιά του με αγάπη, φως, και αρμονία. Αν και δεν ήταν πλέον σωματικά παρούσα, το πνεύμα της θα ζούσε για πάντα στη μουσική του.
Βασιλική Μπούζα