Ο ήλιος του απομεσήμερου, εκτυφλωτικά καυτός περόνιασε με τις ακτίνες του την άνυδρη γη της άγριας Δύσης. Ένας αετός έκραξε χτυπώντας τα μεγαλόπρεπα φτερά του περνώντας πάνω από το υψηλότερο Γκραντ Κάνυον. Έστρεψε το βλέμμα του σε μικρά θηλαστικά ή ακόμη ερπετά προς βρώση κατά το καθιερωμένο κυνήγι του. Αν και τα περισσότερα βρισκόντουσαν κρυμμένα λόγω θερμοκρασίας μέσα σε κάποια σπηλιά, κάτω από στοίβες ογκόλιθων ή μέσα σε μικρούς σκελετωμένους θάμνους. Μόνο η σκιά τους μπορούσε να τα προδώσει. Μια σκιά που η ταχύτατοι πιστολέρο προσπαθούσαν να ξεγελάσουν τραβώντας την σκανδάλη στον επικείμενο κινούμενο στόχο.
Ο Τόμας Γουάιτ, καουμπόι του ράντσου «Ήλιος» απολάμβανε τη μεσημεριανή σιέστα του υπό τον ίσκιο μιας πρόχειρης πάνινης τέντας που είχε φτιάξει προ ολίγου με τα γυμνά χέρια του ενώ το άλογο του είχε κρυφτεί στο σκιερό βαθούλωμα των αιωνίων βράχων.
Ένα υπόκωφο, ανεπαίσθητο κροτάλισμα τον ανάσυρε από τον κόσμο των ονείρων. Ανασήκωσε το λευκό καπέλο του και αντίκρισε την ουρά ενός κροταλία να έρπει ανάμεσα στα ξερά φυλλώματα.
Τα ακροδάχτυλα του άγγιξαν το περίστροφο στη ζώνη του, ήταν πάντα σε ετοιμότητα. Μία κοφτή κίνηση της σκανδάλης, και θα βρισκόταν στον παράδεισο των ερπετών. Ίσως το δέρμα του γινότανε εξαιρετική ζώνη, ίσως μπαλώματα ακόμη και στις τρύπιες μπότες του. Παρατήρησε καλύτερα πώς το φίδι είχε χωθεί σε μία τενεκεδένια κονσέρβα φασολιών chilli con carne, την οποία ο ίδιος είχε καταναλώσει πριν καμιά ώρα με καλαμποκόψομο και έγλυφε το λαχταριστό περιεχόμενο του.
Οι λευκές φολίδες του γυάλιζαν στο φως σαν πολύτιμα διαμάντια ενώ από την κορυφή του κεφαλιού, τη ράχη έως όλο το μήκος της ουράς του εκτεινόταν μία σειρά κόκκινα λέπια. Το παράδοξο της πλάσης!
Πίεσε την μπότα του στα χαλίκια. Κρικ κρακ τα σπιρούνια..Το φίδι τινάχτηκε σαν ελατήριο! Στράφηκε προς τον καουμπόι και τον κεραυνοβόλησε με τα αστραφτερά σμαραγδένια μάτια του. Αποφάσισε απλά να πυροβολήσει στον αέρα ώστε να απομακρυνθεί από τον θόρυβο, άλλωστε δεν θα διανυκτέρευε εκει το βράδυ ώστε να αισθανθεί κάποιο θόρυβο κατά την ώρα του ύπνου.
Μετά από αρκετές ώρες και σαν είχε πέσει το λυκόφως, μάζεψε τα μπογαλάκια του και συνέχισε για τον προορισμό του. Kάλπαζε τρεις ώρες με μικρά διαλλείματα όταν συνάντησε ένα εμπορικό καραβάνι αμαξών με κατεύθυνση προς την γειτονική Πόλη. Του πρότειναν αν ήθελε να αγοράσει κάτι από την πραμάτεια τους. Μιας κι είχαν τα καλύτερα βότανα αλλά και καπνό από διάφορες πολιτείες. Ο Τόμας αποκρίθηκε «Δύο ξεροκόμματα, μπουκάλια νερό και ένα φλασκί ουίσκι» .
Παρατήρησε λοιπόν πως δίπλα από τα κιούπια με τα όσπρια, σε ένα από τα πυροφάνια ένα νεαρό αγόρι, ο Τζο Σμιθ κρατούσε απασφαλισμένο ένα φίδι, ολόιδιο με αυτό που είχε συναντήσει προηγουμένως.
«Ο τόπος είναι γεμάτος από αυτά. Έψαχνε μες στις προμήθειες. Ζορίστηκα μέχρι να το πιάσω με τη μαγκούρα αλλά άξιζε τον κόπο! Το δέρμα του θα το θα πουληθεί στους ράφτες ενώ για το το δηλητήριο του πληρώνουν όσο κι όσο οι λήσταρχοι».
Ο καουμπόι κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του μπρος τα λόγια του Τζον Τίμοθι σαν κραύγαζε με την χαρακτηριστική προφορά του νότου μέσα στο ταμπά κροσάτο σακάκι του, και συνέχισε μαζί με το καραβάνι συντροφιά. Ποιος ήταν αυτός που θα έκρινε το ανταγωνιστικό πεδίο της αγοράς μεταξύ λυσσαλέων σκυλιών που με την παραμικρή παρεξήγηση έπεφταν σφαίρες.
Κι κάπως έτσι συνέχισε συντροφιά με τις δυο άμαξες. Όταν το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά και η ψύχρα έκανε την εμφάνιση της, ξεπέζεψαν σε μια μικρή όαση για να ξεκουραστούν και να φροντίσουν τα άλογα τους. Έστησαν μια εστία κι κάθισαν γύρω από αυτή. Συζήτησαν για τις πολιτικές αναταραχές στην ψηφοφορία των γαιοκτημόνων, την εύρεση χρυσού σε απόρθητα ποτάμια και σκοτεινά σπήλαια ανθρακωρύχων, τις διακυμάνσεις στις τράπεζες κατά τις επιθέσεις των ληστών και ιδίως των αδερφών Κρόκερ», οι οποίοι την προηγούμενη μέρα είχαν λεηλατήσει την το σαλούν της Ντόλι, μόλις πενήντα χιλιόμετρα από τον προορισμό τους. Κι όταν η κοιλιά τους γουργούρισε ο Τζον σαν έμπειρος ψήστης έστριψε το μουστάκι του και φόρτωσε στα κάρβουνα λαχταριστές πάνσετες μόσχου. Ότι καλύτερο για μια ξεκούραστη νύχτα υπό το φως των αστεριών και συνοδεία ουίσκι. Άραγε πόσες ιστορίες να είπαν; Σε πόσους ινδιάνικους μύθους ανάτρεξε ο νους τους. Ο Τόμας έχασε το μέτρημα, τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα και το ευχάριστο γαργαλητό στην κοιλιά του, σημάδι ευφορίας από το γλυκό μεθύσι τον ώθησε να κλείσει την βραδιά με δώρο τη μουσική ώστε να τους χαρίσει έναν απολαυστικό ύπνο.
Το εγκλωβισμένο φίδι παρακολουθούσε υπνωτισμένο τις φλόγες της φωτιάς. Σειόταν ελαφρά ακολουθώντας τον τρελό χορό των στροβιλιζόμενων σκιών καθώς κατασπάραζαν μια συστάδα από σπασμένα κλαράκια. Μα σαν άκουσε νότες να ξεπηδούν από την φυσαρμόνικα του Τόμας σάλεψε ευχαριστημένο στον απολαυστικό ρυθμό της.
Ο Τόμας χρησιμοποίησε το σακίδιο του για μαξιλάρι και ξάπλωσε δίπλα στην μικρή όαση ύδατος λίγα μέτρα από τους υπόλοιπους , που αναπαύονταν στα πρόχειρα αντισκοινά τους. Κι ενώ η νύχτα κυλούσε, και η ώρες περνούσαν νόμισε πως τάχα σε όνειρο άκουσε παρακάλια στην γλώσσα των Ινδιάνων. Γύρισε πλευρό μουρμουρίζοντας. Νόμισε πως το μυαλό του τον εξαπατούσε από το μεθύσι. Ξαφνικά δυνατοί κρότοι και μια αναπάντεχη αναταραχή τον ξύπνησαν. Τι είχε συμβεί; Ποιος ο λόγος του ποδοβολητού και των κραυγών; Στο φως των πυρσών διέκρινε μια ανδρική σιλουέτα να κρατά ένα δοχείο. Ο ήχος μιας σφαίρας τον λάβωσε, το κιούπι προσέκρουσε στο έδαφος κι έσπασε σε 1000 κομμάτια. Ένας ανεπαίσθητος ήχος συρσίματος ίσα που αφουγκράστηκε ο άνεμος. Το ερπετό απέδρασε. Ο έμπορος βλαστήμησε.
Το μεσήλικο πρόσωπο του σκοτεινό, η έκφραση του σκυθρωπή καθώς οι δυο άντρες τον πέταξαν σαν τσουβάλι με πέτρες μπροστά στην εστία. Ο Τόμας διέκρινε την ερυθρόδερμη επιδερμίδα του καθώς τη διέγραφαν οι φλόγες. Τα τραιμπαλ τατουάζ γύρω από τα μπράτσα και το λαβωμένο στήθος καθώς ρυάκια αίματος έσταζαν από την πληγή του. Ήταν ινδιάνος και είχε έρθει να ελευθερώσει το ερπετό!
"Δέστε τον!" φώναξε ο Τζον. Αμέσως τον ακινητοποίησαν και του έδεσαν τα χέρια πίσω από την πλάτη με ένα σκοινί..
"Να τον ελευθερώσουμε το ξημέρωμα, οι Κομιντσάνκι ζήτημα να είναι σαράντα χιλ από εδω" ο Τόμας αποφάνθηκε ώστε να μην επιτεθεί η φυλή στο καραβάνι.
Μετά την αναπομπουλα, ο Τόμας ανακάθισε στο σημείο που βρίσκονταν τα πράγματα του. Έπαιξε με την φυσαρμόνικα του ένα σκοπό για να χαλαρώσει και ο Μορφέας να απλώσει το πέπλο του ύπνου πάνω του. Η δροσιά της όασης ήταν λυτρωτική από την ζέστα της ημέρας. Η γαλήνη και η ηρεμία που εξέπεμπε το μέρος ήταν μαγική.. και σαν σε όνειρο την αντίκρυσε να καθρεφτίζεται στην επιφάνεια νερού πλάις την λαμπρότητα του φεγγαριού. Μια μούσα; Ένα πνεύμα των ουρανών. Φάνταζε εξωτική όπως όλα τα όνειρα που δειλιάζουν να πλησιάσουν την αλήθεια του τον κατασκευαστή τους. Θαρρείς και επισκέφτηκε τον γερο Ινδιάνου στην άκρη της καρότσας όσο αυτός ήταν εγκλωβισμένος στο σιδερένιο κλουβί για τα εξωτικά κτήνη που περνοδιάβαιναν κατά καιρούς από πόλη σε πόλη με εισιτήριο.
Διασχίζοντας όλο το πρωινό την έρημο έπεσαν στο καρτέρι δύο ληστών. Οι αδερφοί Κρόκερ τους είχαν στήσει ενέδρα πίσω από το βραχώδη πέρασμα του Ροκι Ρίβερ, οι κάνες των όπλων ξεπρόβαλαν μέσα από τα πλεχτά πόντσο τους. Το βλέμμα τους έσταζε μοχθηρία, τους απείλησαν να εγκαταλείψουν τις άμαξες τους και του ζήτησαν όσες οικονομίες είχαν πάνω τους. Έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί και αμέσως οι άνδρες των δυο στρατοπέδων πιάστηκαν στα χέρια. Μπουνιές κλωτσιές, μαυρισμένα μάτια και σπασμένα δόντια. Ατύχησαν μιας και ο Τόμας ήταν εκτός από άσσος στο σημάδι και εξπέρ στο πέταγμα του λάσου. Με αποτέλεσμα να πληγώσουν τον έναν από τους δυο και να τραπούν σε φυγή για να θεραπεύουν τα τραύματά τους. Δυστυχώς η απώλεια που είχαν ήταν χρηματικής αξίας, σακια αλεύρι κι κριθάρι.
Μια ξυστή σφαίρα κι έκοψε τα δεσμά….
Στο μαύρο ατίθασο άτι που έσερναν ξωπίσω από τα άλογά τους, είχαν δέσει μια κοπέλα. Χλιμίντριζε, σηκωνόταν στα δυο πόδια τρομαγμένο κι αυτή δεμένη τραμπαλιζόταν στα ατίθασα άλματα του. Η συνολική εμφάνιση πρόδιδε την ινδιάνικη καταγωγή της. Άτσαλες τούφες πετούσαν από τις ξέπλεκες μακριές πλεξούδες της ενώ προσπαθούσε με περίσσια αγωνία να ελευθερωθεί από τα δεσμά της. Παρά τις βρώμες, ο Τόμας έμεινε έκπληκτος σαν το σμαραγδένιο βλέμμα της άστραψε στην αντανάκλαση του μέταλλου της φυσαρμόνικας που κρεμόταν γύρω από την ζώνη του. Η αίσθηση οικεία, το προαισθημά του δε έκανε λάθος καθώς από την σκισμένη λαιμόκοψη της.. Η ωμοπλάτη της αποκάλυπτε ένα πορφυρό σημάδι. Τραβώντας το λευκό μεσοφόρι από το τσόχινο φόρεμα της αποκαλύφθηκε ένα τεράστι τατουάζ να γλύφει την ραχοκοκαλιά της.
Το φίδι. Το ερπετό. Τι πλάσμα ήταν αυτό!
Μόλις την απελευθέρωσε έτρεξε προς τον Ινδιάνο. Ευτυχώς μέσα στην αναμπουμπούλα βοήθησε κι αυτός την συντροφιά. Να παρακαλέσει να τον ελευθερώσουν στην γλώσσα της κλαίγοντας. Τελικά το όνειρο της προηγούμενης βραδιάς ίσως να μην ήταν παρά μία παραίσθηση του νου από την ζάλη του ήλιου ή το μεθύσι.
Μιας και τα γονατά της λύγισαν από το σοκ, οι γυναίκες την περιέθαλψαν στο εσωτερικό της άμαξας. Ο Τόμας της πρόσφερε το φλασκί του με γάργαρο νερό. Η γηραιότερη τις έβαζε βρεγμένες κομπρέσες στο μέτωπο. Σκοπός τους να αφήσουν τους δυο ινδιάνους στο κοντινότερο θεραπευτήριο.
Όμως αυτό που της έδωσε πραγματική χαρά ήταν η μελωδία της φυσαρμόνικας σαν ο Τόμας πίεζε τα χείλη του καθώς ακολουθούσε την άμαξα. Παρά την ζάλη, αντέδρασε θετικά στα ερεθίσματα του. Χαμογέλασε ευδιάθετα!
Όταν λοιπόν έφθασαν στο ιατρείο άφησαν τους ινδιάνους με την υπόσχεση ότι δεν θα τους πειράξει κανένας Δυτικός και λίγο πριν η νεαρή περάσει το πλατύσκαλο της θύρας της δώρισε την φυσαρμόνικα. Ενώνοντας τις χούφτες τους σε μια αγαλλίασης και απόλυτης ελευθερίας. Το ψυχρό μέταλλο στην θερμή χούφτα της, κι εκείνη η ζεστασιά!
«Δεν ξέρω πως το έκανες.. Αν έχει σχέση με ινδιάνικα μαγικά, σαμανισμό ή οτιδήποτε. Τελοσπάντον κράτησέ το. Κι εις το επανιδειν» δεν ήταν καλός στα λόγια μια η νεαρή τον είχε σαγηνεύσει με ένα παράξενο τρόπο.
Πέρασαν δυο φεγγάρια, δύο μήνες και ο Τόμας βρέθηκε ξανά στα γκραν κανυον. Αυτή την φορά συντροφιά με τον μικρό Τζο σπό το καραβάνι των εμπόρων. Άναψαν φωτιά και απόλαυσαν το φαγητό τους. Μοσχάρι με φασόλια κονσέρβας. Κι αφού απόλαυσαν νερό της φωτιάς και η καδιά τους ευφράνθηκε σκέφτηκαν να τοποθετήσουν τα τενεκεδάκια σε μια αρκετά μεγάλη απόσταση και να πετάξουν χαλίκια. Όποιος έβαζε τα λιγότερα θα κέρναγε πύρες στο σαλούν της Ντόλυ.
Κάποια στιγμή ο Τζο σηκώθηκε για να φέρει φρούτα. Ο Τζόνυ τους είχε εφοδιάσει με τα πιο λαχταριστά ξινόμηλα της περιοχής. Κάτι είχε τρυπώσει μέσα στον σάκο. Μήπως αρουραίος… φίδι… Άρπαξε ένα ξύλο έτοιμος να το κοπανήσει κι άρχισε να ξεφωνίζει νευριασμένα.
Ο Τόμας μπήκε στην μέση. Χαμογέλασε όταν είδε να ξεπροβάλει το ασημόλευκο κεφάλι του από το σακίδιο. Με τους κυνόδοντες του τραβούσε ένα μήλο.
«Θα μας δαγκώσει. Χτύπα το, τι το κοιτάς»
«Άσε να φύγει μπας και μας λυπηθεί ο θεός η τέλος πάντων οποιαδήποτε θεότητα των ινδιάνων».
«Το θαυμάζω γιατί θα παίξει μουσική για εμάς» ασυναίσθητα έτεινε προς την ζώνη του πιάσει την φυσαρμόνικα στο σημείο που βρισκόταν.
«Σοβαρά; Χάζεψες...»
«Μικρή πες μου ότι είσαι εσύ» ο Τόμας ψιθύρισε γονατίζοντας.
«Το έχασες φιλαράκι» ο Τζο κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του καθώς τα φίδι χάθηκε μέσα σε μια ρωγμή του βράχου.
Και οι ώρες πέρασαν, κι ο χρόνος κύλησε κι ήρθε το Λυκόφως. Νότες, ηχώ.. άτσαλοι φθόγγοι στο πεντάγραμμο αγγελικής μελωδίας με ύμνο τη μητέρα φύση. Θαρρείς και ήταν ψέμα οι τονικές αποκλίσεις της φυσαρμόνικας. Οι δυο άντρες έστρεψαν το βλέμμα τους προς τα σημεία του ορίζοντα ώστε να βρουν την Πηγή της μελωδίας. Από την κορυφή του βράχου ξεπρόβαλε μία γυναικεία σιλουέτα. Ολόλαμπρη την έλουζε το φεγγάρι με το θείο φως του.
«…..Θέλεις δηλαδή να μου πεις… ότι η ιστορία που μου εξιστόρησες πριν λίγο είναι αληθινή και εγώ νόμιζα πως είχες γίνει τύφλα στο μεθύσι;» αποκρίθηκε ο Τζο.
Πίσω από τους βράχους, στο σημείο που είχε κρυφτεί το φίδι εμφανίστηκε ο Ινδιάνος. Εβένινος καταρράκτης στους ώμους σαν έκραξε όπως το τσακάλι για να κάνει τόσο αισθητή την παρουσία του διώχνοντας κάθε κίνδυνο ή απειλή μακριά αλλά και να προσκαλέσει την νεαρή στην επικείμενη συντροφιά τους. Και αυτή κατέβηκε αμίλητη με την φυσαρμόνικα στην προστατευτική παλάμη.
Ο Τόμας έψαξε στο σακίδιο του να τους προσφέρει κομπόστα. Δεν είχε κάτι άλλο, μα γνώριζε πως απολάμβαναν τις λιχουδιές.. Έκατσαν γύρω από την μικρή εστία προς τους. Κι αυτή πλάι του, πλάι στον λευκό με τα γαλανά μάτια κι τα καστανόξανθα μαλλιά. Ένα δειλό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της σαν έπιασε το τενεκεδάκι κι τα αμυγδαλωτά μάτια έλαμψαν στο άγγιγμα του, στην καθάρια αύρα. Ο Τζο στα ταξίδια του είχε έρθει σε επαφή με περιηγητές κι γνώριζε την γλώσσα βοηθώντας τον Τόμας στην συνεννόηση. Εκείνο το βράδυ έμαθαν τόσο πολλά τόσο για την ιστορία της φυλής, τους λαικούς μύθους αλλά κι τις περιπέτειες των καουμπόι στην άγρια δύση. Κι τότε του ζήτησε να βυθιστεί στο πιο γλυκό ύπνο που είχε κάνει ποτέ υπό την μελωδία της φυσαρμόνικας…
Και τότε σαν πνεύμα ελεύθερο, και αδέσμευτο από όρια του χρόνου δημιουργήθηκε ο μύθος της.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΠΟΥΖΑ