Στην βικτωριανή αυλή, κάπου, κάποτε, σε κάποιον αιώνα βασιλέων, στη νύχτα βαθιά, τα κύματα αγκυροβολούν στην ακρογιαλιά. Ένα φάντασμα απαλό, ισχνό, ξεχασμένο στον άνεμο τον παγερό πλαγιάζει ακροβατώντας στην ύπαρξη, Με πέπλο αθάνατο, από μουσελίνα ψιλή, ραμμένη από τις χούφτες του γερουχρόνου.
Στο εβένινο δωμάτιο, πίσω απ' την κουρτίνα την μπαρόκ, Το αγνό μελισοκερί λυγίζει, ανάβει φως γαλήνιο με τη σκιά του να αναριγά στους ξέπνοους τοίχους. Ο πόθος ξυπνάει, οι εφιάλτες ζωντανεύουν και τυλίγουν την καρδιά ενώ τα Όνειρα ανατέλλουν στα παιχνίδια του νού.
Οι αντιθέσεις χορεύουν, ανακατεύονται με επιθυμία, φόβο και τόλμη. Στην απόκοσμη ομίχλη περιπλανώνται. Το φάντασμα δεν διστάζει να αναζωπυρώσει τις αισθήσεις, να αγγίξει τους εραστές της αβύσσου και να σαγηνεύσει με το χορό του καθώς το τσαλακωμένο νυχτικό, σπάργανα κουβάρι πεταμένο αγκαλιάζει τις κρυφές τους επιθυμίες.
Στο βραχώδες ακρωτήρι, όπου το κύμα φθάνει, χάνεται κι γίνεται αφρός, Η ομορφιά της νύχτας αναδύεται. Τόσο αισθαντική, μυστηκιστική, μυστηριώδης,, Με πόθο αγνό, το μυαλό θρηνεί το χθες και παρακινεί σε ένα ηλιόλουστο αύριο καθως η αδιόρατη μορφή πλημμυρίζει την αθάνατη ψυχή της με ειρηνική γαλήνη.
Βασιλική Μπούζα