5:26. Λίγο πριν την εκπνοή της βάρδιας. ''Ανατροπή οχήματος στο 13ο χλμ. Εξετράπη της πορείας του, αλλά δεν είναι σαφές που προσέκρουσε. Πιθανότατα υπάρχουν νεκροί.'' Ένας κόμπος το στομάχι. Ποιος ξέρει τι θα συναντήσουμε. Μπαίνουμε στ' ασθενοφόρο. Σε λίγα λεπτά βρισκόμαστε στο σημείο.
Ο φάρος του ασθενοφόρου έχει καεί. Σκοτάδι παντού. Ησυχία. Μα στο 13ο δεν είπαν; Δεν υπάρχει τίποτα εδώ. Ανοίγω την πόρτα. Το δεξί πόδι πατάει στο χώμα. Κρακ. Τι στην ευχή; Λίγο πιο κάτω βλέπω τ' αμάξι, ένα τρίπορτο κόκκινο επιβατικό. Έχει πέσει στο γκρεμό, πως θα κατέβω εκεί; Προσπαθώ να πλησιάσω, δυσκολεύομαι να δω, η ένταση του φακού δε βοηθά. Να πάρει! Η πυροσβεστική που είναι; Γιατί δεν έχει έρθει ακόμα;
Οι πέτρες γλιστράνε, χάνω την ισορροπία μου. Πρέπει να μείνω όρθιος.
Ένα άδειο μπουκάλι Τζόνι, ένα πακέτο Marlboro κι ένα λευκό παπούτσι. Το πίσω παρμπρίζ έχει γίνει ένα με την οροφή του αυτοκινήτου. Έξω απ’ αυτό, πιασμένος απ το πόδι, κρέμεται ένας νεαρός. Ζήτημα να ναι 18χρονών. Τρέχω γρήγορα κοντά του. Είναι ζωντανός; «Φίλε;». Δεν ανταποκρίνεται. Με τα δάχτυλα μου προσπαθώ να βρω σφυγμό. Μάταια..
Στη θέση του οδηγού ένας ακόμα πιτσιρίκος. Αίματα στο κεφάλι, τα μάτια ορθάνοιχτα κοιτάζουν το κενό. Πλησιάζω. Δεν υπάρχει σφυγμός. Ανάθεμα! Δύο παιδιά σαν τα κρύα νερά. Πόσο άδικο Θεέ μου. Του κλείνω τα βλέφαρα..
Δίπλα, στη θέση του συνοδηγού, ζωντανός ένας νεαρός, μονολογεί. Παραδόξως αυτή η πλευρά δεν έχει υποστεί μεγάλη ζημιά. ''Δε θα ξαναπιώ. Διάολε! Πονάω. Μαμά; Τα παιδιά; Ηλία; ΗΛΙΑ; Όχι, ρε φίλε..''.
Σπαράζει. Ηρέμησε. Μην ανησυχείς. Ηρέμησε. Είμαστε εδώ, ήρθαμε να σας βοηθήσουμε. Κράτα γερά.
Έφτασε κι άλλο ασθενοφόρο. Ευτυχώς οι συνάδελφοι ανταποκρίθηκαν άμεσα. Βοηθούν να σύρουμε τον μικρό απ' το γκρεμό. Του παράσχουν τις πρώτες βοήθειες και τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Πλέον είναι εξαντλημένος, δε μιλάει.
Σειρήνες. Η πυροσβεστική. Επιτέλους! Ρίχνει τα φώτα. Λίγα μέτρα παρακάτω διακρίνω ένα νεαρό. Γεματούλης, κόκκινη μπλούζα, τζιν παντελόνι. Πρέπει να είναι ο μεγαλύτερος της παρέας. Τρέχω κοντά του. Είναι λιπόθυμος, αλλά έχει σφυγμό. Ανακούφιση.
Βοηθούν όλοι οι διασώστες να μεταφέρουμε τα σώματα των παιδιών.
Ξημερώνει. Η πρώτη ακτίνα του ήλιου φωτίζει την πλαγιά. Οι σειρήνες κόπασαν, οι πυροσβέστες μαζεύουν τα συντρίμμια και οι αστυνομικοί καταγράφουν το δυστύχημα. Κάθομαι παράμερα και κοιτάζω το τοπίο. Σπασμένα τζάμια, εξαρτήματα αυτοκινήτου, προσωπικά αντικείμενα των παιδιών. Τι τραγωδία. Δύο νέοι δεν επέστρεψαν σήμερα σπίτι τους. Δύο μάνες πενθούν, κλαίνε τα βλαστάρια τους που χάθηκαν σε μια στιγμή. Σε μια άτυχη στιγμή.
''Κώστα''. Η φωνή του αστυνόμου με επαναφέρει απ τις σκέψεις. ''Οι συνάδελφοι πήραν κατάθεση απ' τα παιδιά που επέζησαν. Στ αμάξι επέβαιναν πέντε άτομα. Περισυλλέχθηκαν οι τέσσερις εξ αυτών. Κάτι δεν πάει καλά, κάποιος λείπει. Και απ τα ευρήματα, το λευκό αθλητικό δεν αντιστοιχεί σε κανένα απ' τα παιδιά".
«Δως μου λίγο χρόνο».
Κρακ. Ήχος σα να σπάει κόκκαλο. Ανηφορίζω στο σημείο που σταμάτησε αρχικά το ασθενοφόρο. Εκεί, στο ίδιο σημείο που πάτησα το πόδι μου μόλις κατέβηκα. Ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση ένα κομμάτι ανθρώπινου κρανίου. Ακολουθώ τις μεγάλες κηλίδες αίματος. Στο χείλος του γκρεμού, ένας ματωμένος τοίχος. Πηδάω πίσω απ' αυτόν. Σ ένα δέντρο κρεμασμένο ένα αποκεφαλισμένο άψυχο σώμα. Ένα ακόμα παλληκάρι. Στο λαιμό του ένας χρυσός σταυρός. Το ένα του πόδι γυμνό. Στο άλλο ένα λευκό παπούτσι. Κάθομαι. Ανάβω τσιγάρο.
Βασισμένο σε αληθινή ιστορία
Γ.Κ.