Το νέκταρ wallpapercave.com

Τα μάτια της άστραψαν από θαυμασμό ενώ ένα ρίγος ευχαρίστησης έγλυψε την ραχοκοκαλιά της.

Εκείνος προσγειώθηκε στην άκρη του ποταμού. Ξεπέζεψε από τον μεγαλόπρεπο γρύπα. Πώς να αντέξει τέτοια ομορφιά καθώς κι μεγαλοπρέπεια. Ένα πλάσμα από τα άδυτα των θρύλων και τις απολήξεις των λαογραφικών παραδόσεων του δάσους. Η ουρά του φολιδωτή, και τα τεράστια φτερά , πουπουλένια. Γουργούρισε από ευχαρίστηση σαν ο αναβάτης χάιδεψε την χαίτη του. Ήταν περίπου δυο μέτρα ψηλός. Ένας καταρράκτης από ασημένιες τούφες έγλειφε το ύψος της μέσης του. Η φαρέτρα του φώλιαζε πίσω από τον ώμο ενώ η κυνηγητική ενδυμασία έγλειφε το κορμί του.

Υπήρχε κάτι που την παραξένευε.

Εκείνο το αλλόκοτο σμαραγδένιο βλέμμα. Κι εκείνο το ιδιόρρυθμο ασημένιο σκουλαρίκι να τυλίγεται με μαεστρία σαν φίδι στο πτερύγιο του δεξιού αυτιού του. Σύμβολο των Αρχοντικών Ξωτικών του δάσους.

Παρέμεινε σιωπηλή πίσω από τους θάμνους μιας και βρισκόταν σε απαγορευμένη περιοχή. Οι θνητοί απαγορευόταν να διαβούν τις πύλες των ξωτικών διότι υπήρχε κίνδυνος να αποκλειστούν στο κοσμικό πεδίο της λήθης, καθώς η πάροδος του χρόνου κυλούσε διαφορετικά.

Ο γρύπας πλησίασε στο νέρο του ποταμού, οι ίριδες του, σπινθηροβόλες στην αντανάκλαση… κι ύστερα έκραξε με έναν μακρόσυρτο γρύλισμα.

«Τι έπαθες; Μύρισες κάποιον;»

Λες και τα φυλλώματα που η νεαρή κρυβόταν σάλεψαν και αποκαλύφθηκε το ειδωλό της στο καθρέφτισμα του νερού. Η Λέξυ δεν έβγαλε άχνα.

Το ξωτικό κινήθηκε προσεχτικά ανάμεσα στις φτέρες αφουγκρασμένο κάθε ήχο. Ο δε γρύπάς τίναξε τα φτερά του και απογειώθηκε πάνω από το ξέφωτο των ελάτων. Η Λέξυ πανικοβλήθηκε σαν είδε το κτήνος να περνά από πάνω της και έρεξε σα αίλουρος από την αντίστοιχη κατεύθυνση για να αποφύγει τα γαμψά του νύχια. Μα το ξωτικό ήταν ταχύτατο σαν τον άνεμο και το μόνο που η κοπέλα πρόλαβε να αντικρίσει ήταν να την σημαδεύει με το τόξο του.. Σωριάστηκε στο έδαφος γλιστρώντας στις πέτρες.

«Κι εγώ νόμιζα ότι ήταν κάποιο τρολ» αποκρίθηκε ανέκφραστα. Η θέα ενός ανθρώπου προκαλούσε την υπεροψία τους και τον σαρκασμό χάρη στη θνητή φύση τους.

«Για να έχουμε καλό ερώτημα πως βρέθηκες εδώ;».

Η Λέξυ δεν μιλούσε ανησυχούσε μήπως το ξωτικό της κλέψει την λαλιά κι έχανε μια για πάντα την δυνατότητα να επιστρέψει σπίτι της όπως όριζαν οι θρύλοι.

«Πες μου, τι γυρεύει ένας άνθρωπος σαν κι εσένα εδώ;». Και το καταπληκτικό είναι πως καταλάβαινε την διάλεκτο που μιλούσε.

«Είσαι μουγκή ή νομίζεις πως θα χάσεις την μιλιά σου;» πλησίασε το πρόσωπο της. Το βλέμμα της έπεσε στον ιριδίζοντα κρύσταλλο του κοσμήματος της αυλής των αρχοντικών. Από κοντα έμοιαζε με παράδεισο, ένας γαλαξίας άστρων, παγιδευμένος σε ένα κρύσταλο.

«Το ξέρεις πως μπορώ να σε δέσω σε ένα βράχο και να σε παρακολουθώ όλη μέρα; Ή καλύτερα να σε αρπάξω και να μην ξαναδείς τους δικούς σου.

Στο άκουσμα αυτών των λέξεων η Λέξυ πέρασε το χέρι της πάνω από το αυτί του για να αποσπάσει από το ιδιόρρυθμο σκουλαρίκι, τον κρύσταλλο. Έτσι κι το άρπαζε κι το κατείχε, θα μπορούσε να εμπιστευτεί το ξωτικό και αυτό να της φερθεί με συμπόνια και κατανόηση..

«Καλή μου είμαι Αρχοντικό. Αυτά δεν περνούν σε μένα» Μα ο νεαρός άνδρας μπλόκαρε την επίθεση της πιάνοντας τον καρπό της. Οι γραμμές του προσώπου της ζάρωσαν προσπαθώντας να καταπνίξει τους ήχους μέσα από τα δόντια της. Και φυσικά το είχε καταλάβει, αλλά θα ήταν πολύ υποτιμητικό να της χρωστά χάρη. Δοκίμασε α τον φτύσει , μα και πάλι ήταν ταχύτατος, πίεσε τα μαγουλά της με τον αντίχειρα και τον δείκτη του.

«Το ξέρεις ότι αν τα έκανες στην Αυλή, θα έχανες το κεφάλι σου;» της απάντησε θυμωμένα.

Ταπεινωμένη, χαμήλωσε το βλέμμα της και αυτός απελευθέρωσε την λαβή του.

«Χάθηκες ή ψάχνεις κάτι;»

Πώς να του έλεγε ότι θαυμάζει τα ξωτικά; Πώς να του έλεγε ότι τον ειχε δει να ιππευει τον τεράστιο γρύπα κατά την αστροφεγγιά στον λόφο των πυγολαμπίδων. Κι όταν το εξιστορήθηκε στο καπηλειό του χωριού την θεωρούσαν τρελή και αλλοπαρμένη. Την συμβούλεψαν να μην πλησιάζει τον ομιχλώδες δάσος των στοιχείων.

«Σου μιλάω, μα την μαρμίτα!».

Πραγματικά άλλη όρεξη δεν έχω από το να ασχολούμαι με τα πείσματα των θνητών. Ώρα να επιστρέψεις σπίτι σου γιατί εδώ θα είσαι μεγάλος μπελάς».

Από την τσέπη της έβγαλε ένα χαρτί. Κι ξεκίνησε να σημειώνει με ένα μολυβάκι παράξενες λέξεις στην προσπάθεια της να συντάξει μια πρόταση. Είχε αντικρύσει σύμβολα χαραγμένα σε βελανιδιές, πλάκες, βωμούς διάσπαρτους, Δρυίδων τεχνάσματα ενώ βάρδοι τραγουδούσαν σπάνια για τα έπη των αρχαίων αθανάτων.

«Κακογραμμένα ξωτικίσια. Που τα έμαθες; Το ξέρεις ότι δεν μπορώ να σου προσφέρω κάτι από αυτή την γη ακόμη κι αν είναι δρυιδικό νεκταρ» σταύρωσε τα χέρια του.

Η Λέξυ έστρεψε τα άκρα της σε στάση προσευχής. Και ύστερα έτεινε τον δείκτη της στο ύψος της καρδιάς σχηματίζοντας νοερά την λέξη μάνα στην διάλεκτο των ξωτικών.

Το ξωτικό κατάλαβε. Κι παρά το αψεγάδιαστο παγερό παρουσιαστικό του , η καρδιά του σκίρτισε μιας και η φυλή του βιώνει τα πάντα στο έπακρο. Κι η άμυνα του έσπασε από αυτή την τοση δα λέξη, η οποία άγγιξε τις ευαίσθητες χορδές του. Η μητέρα της ήταν άρρωστη ...

«Αχ, καλά. Μόνο για μια φορά. Ακολούθαμε!» Την ανέβασε προσεκτικά πάνω στον γρύπα. Κι αυτός κάθισε πίσω της για να την προσέχει κατά την διάρκεια της πτήσης. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να τον αντιληφτεί κάποιος γηραιός στην μικρή παρανομία του.

Κι έτσι βρέθηκαν συντροφιά με τα χαμογελαστά αστέρια. Με την Λέξυ να αντικρίζει κάτω από τα πόδια της ένα λόφο με παρυφές να κοσμούν κρυστάλλινες σπηλιές κι υψηλοτέρα, διαμαντένια δεντρόσπιτα, με το εκθαμβωτικό παλάτι στο κέντρο τους.

Λίγα μέτρα πιο πέρα από τις σπηλιές υπήρχε μια καλύβα. Το ξωτικό της ζήτησε να παραμείνει ήσυχη κοντά στον γρύπα για όση ώρα χρειαστεί. Η νεαρή υπάκουσε με τον φόβο μήπως προκαλεί αθυμία στο μεγαλόσωμο ζώο. Καθώς περνούσε το απόβραδο η ψύχρα του φθινόπωρου όλο και περισσότερο τύλιγε το κορμί της. Αλλά έστρωσε την μάλλινη ζακέτα της και ανακάθισε με την πλάτη σε ένα μεγάλο βράχο παρατηρώντας την μικρή πολιτεία. Λίγη ώρα αργότερα ο Άρχοντας εμφανίστηκε. Από το μισάνυγμα της θύρας η Λέξυ αντίκρισε μια θεραπεύτρια να συμμαζεύει τις περγαμηνές της. Πέταξαν ξανά πάνω από το στοιχειωμένο δάσος ως τα σύνορα της χώρας των ξωτικών.

«Δυο σταγόνες κάθε βράδυ πριν τον ύπνο». Η Λέξυ κούνησε το κεφάλι της στο άκουσμα των λέξεων.

«Πριν φύγω όμως κι για να έχουμε μι δίκαιη ανταλλαγή θέλω κάτι για πληρωμή»

Η Λέξυ δεν είχε κάτι αξίας πάνω της και ανάθεμα αν έπαιρνε το μαντήλι της, θα μπορούσε να την έχει σκλάβα μια ζωή, αλλά από ότι κατάλαβε το συγκεκριμένο ξωτικό ήταν καλόψυχο κι τίμιο, παρόλα αυτά πονηρό, διότι βεβαίως όλη η πράξη κάπου αποσκοπούσε.

Στο λαιμό της φορούσε ένα κολιέ από αμέθυστο. Ο δείκτης του έτεινε στο κούμπωμα. Το Αρχοντικό δεν θα είχε κάποιο ιδιαίτερο κέρδος, πόσο μάλλον από μια θνητή. Πιο πολλή για προσβολή ακουγόταν, αλλά πραγματικά ήθελε να κάνει μια ανιδιοτελή πράξη καλής θέλησης. Και φυσικά μπορούσε να ζητήσει το μαντήλι της. Ώστε αν ποτέ διαπερνούσε στον κόσμο των ξωτικών να είχε τόσο πλήρη επιρροή πάνω της όσο και να την προστατεύει από ανεπιθύμητους κινδύνους. Η επιρροή του όμως χάρη στην μαγεία θα μπορούσε να έχει καταστροφικές συνέπειες καθώς θα πολλαπλασίαζε το ζήλο και την επιθυμία της να ταξιδέψει στον κόσμο των ξωτικών σε σημείο παγίδευσης..

Η Λέξυ ξεκούμπωσε το κολιέ..κι του το έδωσε με δισταγμό. Η αλήθεια είναι ότι η φλόγα της περιέργειας φούντωσε μέσα της. Θέλησε να μάθει το όνομα του. Μα πώς να το ρωτούσε.. Μήπως τώρα που ήταν σε ανθρώπινο έδαφος δεν κινδύνευε τόσο; Κι αν την εξαπατούσε με κάποιο τέχνασμα; Άναψε το φαναράκι της κι χάθηκε μέσα στις σημύδες κι τα λασπωμένα βρύα ώσπου η εικόνα της εξασθένησε στο σκότος.

Το ξωτικό στράφηκε στο γρύπα..

«Λοιπόν φιλαράκι, τώρα έχουμε κι εμείς λόγο να επισκεφθούμε την πόλη των θνητών. Κι η κοπέλα μια ανοιχτή πρόσκληση στον κόσμο μας» αναπήδησε στον γρύπα και σηκώθηκε τόσο ψηλά στον ουρανό που μπορούσε να δει σε πιο αγροτόσπιτο μπήκε, με το αδιορατο τείχος να χωρίζει τους δυο κόσμους και την μαγεία του να τον προστατεύει από τα ανυποψίαστα βλέμματα.

B.Γ.Μ

Βασιλική Μπούζα

Με λένε Βασιλική Μπούζα και κατοικώ στο Πέραμα του Πειραιά. Λατρεύω την φανταστική λογοτεχνία, κι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου είμαι είτε με ένα βιβλίο κι ένα στυλό στο χέρι. Οδεύω προς την έκδοση του πρώτου ολοκληρωμένου συγγραφικού έργου μου και έχω συμμετάσχει στις ανθολογίες: Μαγικοί Χοροί, Θρύλοι του Σύμπαντος VI, Σκοτάδι, Το ξύπνημα.

Διαβάστε περισσότερα