Από την Αγγελίνα Λιβανού
Κουνούσε νευρικά το πόδι της τα τελευταία είκοσι λεπτά, περιμένοντας να έρθει η σειρά της να μπει στο γραφείο της διευθύντριας προσωπικού και να της εκθέσει τα προσόντα της που υπερκάλυπταν τη θέση για την οποία είχε θέσει υποψηφιότητα. Ήταν η τρίτη συνέντευξη που θα έδινε την τελευταία εβδομάδα και η… είχε χάσει πια το νούμερο μέσα στους τελευταίους έξι μήνες που είχε επιστρέψει από τις σπουδές της στο Λονδίνο. Τα μάτια του νεαρού στο τρίτο γραφείο αριστερά της, όαση στην έρημο της αναμονής. Τον είχε συλλάβει με την άκρη του ματιού της να την κοιτάζει επίμονα και είχε ανταποκριθεί ανταποδίδοντας τα βλέμματα. Δεν ήταν ούτε όμορφος, ούτε άσκημος. Τα μάτια του όμως της προκαλούσαν διέγερση χαμηλά στο στομάχι. Ήταν αυτό το κάτι που σε παρασύρει σε ανεξέλεγκτες σκέψεις τις πιο ακατάλληλες στιγμές…
«Ευχαριστούμε πολύ, θα σας ειδοποιήσουμε». Η μόνιμη πλέον δήλωση που ακολουθούσε το τέλος των συνεντεύξεων, θα την είχε εξοργίσει αν απέναντί της βγαίνοντας από το γραφείο της διευθύντριας δεν συναντούσε και πάλι τα καστανά του μάτια που απαιτούσαν και υπόσχονταν.
Έδωσε περισσότερη ένταση στον ήχο των τακουνιών της στο διάδρομο, τον κοίταξε με το ίδιο βλέμμα και συνέχισε προς το ασανσέρ.
«Πάω για καφέ, θέλει κανένας; Παρακαλώ, κρατήστε το ασανσέρ». Στο άκουσμα της φωνής του, ένιωσε την ανάσα της να κόβεται και το στόμα της να στεγνώνει. Το χέρι της έτρεμε στην προσπάθειά της να πατήσει το κουμπί.
Την πλησίασε όσο δεν γινόταν περισσότερο. Τα ρουθούνια της πλημμύρισαν από το άρωμά του που της φάνηκε μεγαλύτερο από την ηλικία του, μα ταυτόχρονα την ερέθιζε αφάνταστα.
«Στο ισόγειο;» τη ρώτησε σχεδόν με αυθάδεια όταν η πόρτα του ασανσέρ έκλεισε και έμειναν οι δυο τους.
Έγνεψε καταφατικά κι έστρεψε το πρόσωπό της σε κενό σημείο, γιατί δεν ήταν σε θέση να αρθρώσει ούτε μια λέξη κι εκείνος πάτησε το stop.
Της έπιασε το χέρι αναγκάζοντάς την να τον κοιτάξει και τα χείλη του κόλλησαν απαιτητικά πάνω στα δικά της κι ήταν αυτό το φιλί του τόσο αισθησιακό που η λογική διαγράφηκε από τον εγκέφαλό της δίνοντας τη θέση της στο ερωτικό παραλήρημα.
Έγειρε το κεφάλι της και με την άκρη της γλώσσας ταξίδεψε στο λαιμό του.
Του άνοιξε το πουκάμισο και ρούφηξε τις ρόγες του.
Εκείνος την έπιασε από τη μέση, την σήκωσε ψηλά και με ορμή την κάθισε πάνω του, πιέζοντάς ταυτόχρονα την πλάτη της σε σταθερό σημείο κάνοντάς την να αναστενάζει από ηδονή.
Την ερέθιζε απίστευτα η δύναμη του άντρα στο ερωτικό παιχνίδι.
Ακούστηκαν φωνές απ’ έξω.
Αυτό πυροδότησε νέα έκρηξη. Την κατέβασε από πάνω του και την γύρισε.
«Θέλω να κοιτάζω τον καθρέφτη. Θέλω να σε βλέπω», του είπε.
«Κοίταζέ με λοιπόν», της είπε καθώς την έστρεφε προς τον καθρέφτη και έμπαινε μέσα της ακόμα πιο ερεθισμένος.
Εκείνη έβγαλε μια κραυγή πόνου μα εκείνος συνέχισε κάνοντας το κορμί της να τρέμει από ηδονή λίγο πριν παραδοθεί σε σπασμούς ολοκλήρωσης και πνιχτά βογκητά ικανοποίησης.
«Σίγουρα έχει χαλάσει. Να φωνάξουμε τον συντηρητή», οι φωνές απ’ έξω έγιναν πιο απαιτητικές. Το ίδιο και ο νεαρός.
Βγήκε από μέσα της και την γύρισε προς το μέρος του, σπρώχνοντας το κεφάλι της χαμηλά. Κι εκείνη με ιδιαίτερη προθυμία τον πήρε στο στόμα της μέχρι που τον ένιωσε να σπαρταράει.
Λίγο μετά κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Διόρθωσε τα μαλλιά και το κραγιόν της.
Έβαλε βιαστικά την κάρτα της στο χέρι του και πάτησε το κουμπί για το ισόγειο.