Από την Αγγελίνα Λιβανού
Στην επόμενη στάση κατεβαίνουμε…
Κατέβηκε σχεδόν τρέχοντας τις σκάλες του μετρό στο Μοναστηράκι με κατεύθυνση το αεροδρόμιο. Προλάβαινε οριακά τον τελευταίο συρμό του Σαββάτου. Την αιφνιδίασε ο συνωστισμός στις αποβάθρες. Τέτοια ώρα και ήταν όλοι στους δρόμους; Χαμογέλασε κοιτάζοντας τα πρόσωπα γύρω της που ήταν από δεκαπέντε μέχρι τριάντα; Κάπου κάπου ξέφευγε και κάποιος ή κάποια μερικά χρόνια παραπάνω αλλά η συντριπτική πλειοψηφία ήταν νεαρόκοσμος. Χαμογέλασε γιατί πλησίαζε τα σαράντα και της φαίνονταν τόσο μακρινά εκείνα τα χρόνια… Τότε που νόμιζε πως όλος ο κόσμος ήταν δικός της και ό,τι επιθυμούσε θα το είχε. Μα πόσες φορές είχε διαψευστεί αυτό… Ειδικά στις σχέσεις της. Πόσο δύσκολοι ήταν οι άνθρωποι. Πόσο λίγο υπολόγιζαν τα αισθήματα του άλλου. Το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη της καθώς πέρασαν μπροστά της τα πρόσωπα της προδοσίας… Γι’ αυτό και είχε πάρει απόφαση πως καλύτερα να είναι μόνη της παρά σε μια σχέση κενή.
Ο συρμός έφτασε στην αποβάθρα και τα παιδιά άρχισαν να στριμώχνονται και να σπρώχνουν για να μπουν μέσα. Παραμέρισε και τα άφησε να περάσουν. Δεν είχε καμιά διάθεση να παρασυρθεί ανάμεσά τους. Λίγα λεπτά αργότερα και αφού οι ορδές της νεολαίας είχαν επιβιβαστεί μπήκε και στάθηκε μπροστά στην ανοιχτή πόρτα. Τον είδε που πηδούσε τα σκαλιά για να προλάβει και πέρασε στην πόρτα ενώ εκείνη έκλεινε. Στάθηκε δίπλα και πάνω της γιατί ήταν σχεδόν ένα κεφάλι ψηλότερός της. Το άρωμά του της ξύπνησε ξεχασμένα πάθη. Καταλάβαινε το βλέμμα του επάνω της και ένιωσε να την καίει. Έκανε μεγάλη προσπάθεια να μην τον κοιτάξει. Μετάνιωνε που είχε φορέσει αυτό το φουστάνι πάνω από το γόνατο και όχι παντελόνι. Ένα απότομο φρενάρισμα του οδηγού την έριξε στην αγκαλιά του. Ένιωσε σαν το κερί που έρχεται σε επαφή με τη φλόγα. Σήκωσε τα μάτια της για να του ζητήσει συγνώμη. Το πρόσωπό του, το πιο αρρενωπό που είχε ποτέ της αντικρύσει, έμοιαζε να καίγεται από τον πυρετό. Δεν πρόλαβε να αρθρώσει λέξη γιατί ο συρμός σταμάτησε, τα φώτα έσβησαν και επικράτησε πανικός. Φωνές ακόμα και ουρλιαχτά ξέφευγαν ανεξέλεγκτα από τα στόματα των νεαρών κόβοντάς τους απότομα τα γέλια.
Έσκυψε στο αυτί της και της ψιθύρισε: «Μην φοβάσαι. Είμαι δίπλα σου».
Δεν πρόλαβε καν να σκεφτεί τι της είχε πει ο άγνωστος που μόλις είχε συναντήσει γιατί τον ένιωσε να την αγκαλιάζει σε μια από τις πιο όμορφες αγκαλιές που την είχαν πάρει στη ζωή της και τα χείλη του ακούμπησαν τα δικά της πιεστικά κάνοντάς την να υποκύψει αφήνοντας τη γλώσσα του να συναντήσει τη δική της και να εξερευνήσει κάπως ξεδιάντροπα το στόμα της.
Τα χέρια του έγιναν τολμηρά σφίγγοντας τα στήθη της. Και ύστερα κατέβηκαν ανάμεσα στα πόδια της διεκδικώντας. Της ξέφυγε ένα βογκητό πόθου. Το χέρι του έγινε πιο τολμηρό φτάνοντας στο εσώρουχό της που είχε μουσκέψει. Βάζοντας κατά μέρος οποιαδήποτε αναστολή αναζήτησε τον ανδρισμό του που είχε σκληρύνει υπερβολικά…
Τα φώτα άναψαν και από τα μεγάφωνα ακούστηκε ο οδηγός: «Υπήρξε ένα μικρό τεχνικό πρόβλημα αλλά αποκαταστάθηκε και συνεχίζουμε κανονικά τη διαδρομή μας».
Αιφνιδιασμένοι έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο καλύπτοντας με τα σώματά τους τις θέσεις των χεριών τους.
«Στην επόμενη στάση κατεβαίνουμε της είπε…»