Είμαι γνώστης του Λάβκραφτ και των έργων του, όμως δεν έχω διαβάσει κάποιο από αυτά, γι’ αυτό μετά από παρότρυνση μιας αγαπημένης φίλης, αποφάσισα να δοκιμάσω την τύχη μου, με ένα βιβλίο που βασίζεται λίγο πολύ στα έργα του Λάβκραφτ, όμως ακολουθεί τον δικό του ξεχωριστό δρόμο. Στην αρχή ήμουν λίγο επιφυλακτική. Δεν τα πάω καλά με τις ιστορίες τρόμου, θρίλερ και τα σχετικά. Εγώ και ο τρόμος χαιρετιόμαστε από μακριά και μετά παίρνουμε χωριστούς δρόμους, αλλά είπα να το διαβάσω με ανοιχτό μυαλό, με ορθάνοιχτα φώτα και κουκουλωμένη με το σεντόνι μου.
Το βιβλίο του Ματ Ραφ, αποτελείται από οχτώ ξεχωριστές διηγήσεις που όμως συνδέονται μεταξύ τους. Στην πρώτη ιστορία, που κατά κύριο λόγο είναι και η πιο μεγάλη του βιβλίου και αποτελεί την εισαγωγή για το τι θα ακολουθήσει στις επόμενες, θα γνωρίσουμε τον Άττικους Τάρνερ, έναν 22χρονο βετεράνο, που κατά την επιστροφή του από τον πόλεμο θα ανακαλύψει, πως ο πατέρας του έχει εξαφανιστεί μυστηριωδώς. Μαζί με τον θείο του τον Τζορτζ και την πεισματάρα, παιδική φίλη του Λετίσια, θα ξεκινήσουν ένα μεταφυσικό ταξίδι προς αναζήτηση του χαμένου άντρα. Και θα μου πείτε τώρα, και που κολλάει ο Λάβκραφτ μέσα σε όλο αυτό;
Οι ήρωες μας και στις οχτώ ιστορίες, θα έρθουν αντιμέτωποι με πολλά από τα χαριτωμένα πλασματάκια της φαντασίας του Λάβκραφτ. Ο Κθούλου όχι, δεν μας κάνει την τιμή να εμφανιστεί, αλλά υπάρχουν άλλοι πλοκαμοειδείς φίλοι του που έχουν ρόλο γκεστ σταρ στις σελίδες του βιβλίου.
Ο Ματ Ραφ, με απίστευτη δεξιοτεχνία, καταφέρνει να παντρέψει την λογοτεχνία του τρόμου, μαζί με τον ρατσισμό και την βία, που βίωναν ως επί το πλείστων οι μαύροι κάτοικοι της Αμερικής. Η Χώρα του Λάβκραφτ, εκτός από ένα φανταστικό, τρομακτικό βιβλίο, είναι επίσης, ένα βιβλίο για τον φυλετικό διαχωρισμό, για τα ανθρώπινα δικαιώματα. για απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης και περιορισμούς. Θα έλεγε κανείς πως η υπόθεση του, δεν διαδραματίζεται σε τόσο μακρινή εποχή από την δική μας, αφού τα θέματα τα οποία διαπραγματεύεται ο Ματ Ραφ στο βιβλίο του, μας απασχολούν ακόμα και σήμερα, ίσως και περισσότερο από ποτέ.
Προβάλλοντας, την υποκριτική μεριά της Αμερικής, μιας χώρας που υπερηφανεύεται για το σεβασμό της προς τον άνθρωπο και την ελευθερία του, ο συγγραφέας καταφέρνει να θίξει, προκαταλήψεις και πεποιθήσεις, που καταφέρνουν να επιβιώνουν μέχρι και σήμερα. Εξάλλου ο Ματ Ραφ δεν γράφει χωρίς αποδείξεις και η τεράστια έρευνα που έχει κάνει, για το νομοσχέδιο Τζιμ Κρόου αλλά και για τις συνθήκες τις οποίες καλούνταν να αντιμετωπίσουν οι μαύροι εκείνης της εποχής, φαίνεται καθαρά μέσα στο κείμενο.
Ο συγγραφέας, αντιπαραθέτει τον τρόμο, και το σκοτάδι που χαρακτηρίζει τα έργα του Λάβκραφτ, με εκείνον που ένιωθαν, οι “νέγροι” της Αμερικής, (μην σας ξινίσει η λέξη. Θα την συναντήσετε πολλές φορές μέσα στο βιβλίο). Από την μία έχουμε τα φανταστικά τέρατα κι από την άλλη, έχουμε τους λευκούς ανθρώπους με τις τερατώδεις πράξεις τους. Αν και η αγάπη του Ραφ για τον Λάβκραφτ είναι μεγάλη, μέσα από το βιβλίο του, βλέπουμε πως τον κατακρίνει για τις ρατσιστικές απόψεις που υπάρχουν στα βιβλία του.
Έπιασα τον εαυτό μου πολλές φορές να σοκάρετε με αυτά που διάβαζε. Στο μυαλό μου, δεν μπορούσε να χωρέσει το γεγονός πως σε μια μεριά του πλανήτης μας, συνάνθρωποι μας, βίωναν τέτοιες καταστάσεις. Όμως μετά από μια δεύτερη σκέψη κατάλαβα πως τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει και πολύ. Ακόμα οι μαύροι προσέχουν όταν δουν αστυνομικό, ακόμα προφυλάσσονται όταν κυκλοφορούν, ποιες θα είναι οι κινήσεις τους, όταν συναντήσουν τις Αρχές. Έφηβα παιδιά σκοτώνονται από την αστυνομία, εξαιτίας του χρώματος τους. Μετά από όλα αυτά, νομίζω πως τα τέρατα του Λάβκραφτ, δεν φαίνονται και τόσο τρομακτικά.
Η Χώρα του Λάβκραφτ, είναι ένα καθαρά ιστορικό μυθιστόρημα, υπερφυσικού τρόμου, με χιουμοριστικά στοιχεία, δυναμική αφήγηση, ζωντανές περιγραφές κι άψογα σκιαγραφημένους χαρακτήρες. Το μυστήριο και το σκοτάδι που γεμίζουν τις σελίδες του, είναι ένας μόνο από τους λόγους, που κάνει τον αναγνώστη, να το διαβάζει με κομμένη την ανάσα. Το βιβλίο του Ματ Ραφ, ισορροπεί δεξιοτεχνικά ανάμεσα στον τρόμο και στην ρατσιστική Αμερική του 1950. Είναι ένα βιβλίο που θα διάβαζα ξανά και ξανά, χωρίς να κουραστώ από αυτό ούτε στο ελάχιστο. Σας το συστήνω ανεπιφύλακτα. Θα με θυμηθείτε.