Ο πόνος και η θλίψη καθρεφτιζόταν μέσα του. Σε ανήλιαγο ωκεανό βυθισμένη η καρδιά του, χαμένους χτύπους προσπερνά, όνειρα, εφιάλτες που μετουσιώθηκαν σε στάχτη. Αφιερωμένη στις απύθμενες αβύσσους της Μητέρας Γης σαν ανατέλλει το υπέρλαμπρο φεγγάρι. Έλεος για τα αμαρτήματα, τα πάθη της ψυχής.
Ατέρμονοι δαίμονες σε ονειροπαγίδα απολαμβάνουν τον ύπνο τους. Κροταλίζουν τα αιχμηρά δόντια τους και τα γαμψά νύχια τους από ατόφιο χρυσάφι πλημμυρίζουν αμυχές την σάρκα του ονειρώδη περιπατητή στον κόσμο του Μορφέα. Πλημμυρίζουν αμυχές την σάρκα του υπνοβάτη. Πληγές θυμού και φθονερά μάτια που γυαλίζουν από οργή.
Τι είναι το είδωλο μας, μια πλασματική ψευδαίσθηση, μια στιγμή στο ρυάκι του χρόνου. Πότε αψεγάδιαστο, αλαβάστρινο άγαλμα στο χάδι της σιωπής. Με χείλη κλειστά σφραγισμένα μυστικά. Κι άλλοτε πάλι γεμάτο αραχνοειδές ρωγμές αντιφέγγισμα της πίκρας, της απειροελάχιστα μικρής ουτοπίας μιας αιθερικής κοσμογονίας..
Σιωπηλός και μόνος, σύντροφος του σκότους. Το κάλεσμα της Γαλήνης μετρά στιγμές ευτυχίας. Σπαραγμοί, υπόκωφο κλάμα μιας ανώτερης δύναμης που τον άφησε μόνο και αβοήθητο. Παγιδευμένο στον ιστό της, σε μία ανάμνηση με τη σφραγίδα του λιωμένου κεριού, υγρού κεχριμπαριού να αργοπεθαίνει. Αιθέρια οπτασία, πλασμένη από τον πηλό του Μορφέα. Περπατά ατρόμητη στο ξέσπασμα της καταιγίδας. Ερωμένη του θανάτου, φιλενάδα του πόθου, δέσμια της αμαρτίας. Χείλη κατακόκκινα, εμποτισμένα με το κοκκινάδι του κρασιού, το πάθος του γιασεμιού!