«Ο πέμπτος νάνος είναι νεκρός. Έμειναν δύο ακόμα»
Χιονάτη
Ο επιθεωρητής Νικ Τζίακουμ πέταξε το σημείωμα πάνω στο γραφείο του. Δύο υπαστυνόμοι κάθονταν απέναντι του περιμένοντας.
«Να πάρει ο διάολος» φώναξε. Χτύπησε την γροθιά του στο γραφείο.
«Τον βρήκαμε στην μπανιέρα του σπιτιού του, στην ίδια κατάσταση με τους προηγούμενους» είπε ο Μαρκ, ο ένας από τους δύο υπαστυνόμους.
«Διάβασα την αναφορά» τον αποπήρε ο επιθεωρητής. Ο νεαρός λούφαξε στη θέση του.
«Φέρτε μου την Πόουπ» τους φώναξε αμέσως μετά, «πείτε της πως είναι επείγον!»
Οι δύο νεαροί βγήκαν από το γραφείο. Ο Νικ έγειρε στην καρέκλα του. Άναψε ένα τσιγάρο. Ο καπνός γέμισε το μικρό δωμάτιο. Πήρε τους φακέλους στα χέρια του. Τους άνοιξε ξανά, για πολλοστή φορά μέσα στον μήνα.
Είχε συναντήσει πολλές δύσκολες υποθέσεις στα 25 χρόνια που βρισκόταν στο σώμα. Ποτέ άλλοτε, κάποια σαν αυτή. Δεν υπήρχε κτηνωδία στον τρόπο που κινούνταν η δολοφόνος, γιατί ήταν σίγουρος πως επρόκειτο για γυναίκα. Πλησίαζε τα θύματα της, εκείνα ανυποψίαστα για το τι τους περίμενε, την οδηγούσαν στα σπίτια τους. Έπιναν ένα ποτό, με την απαραίτητη ποσότητα αναισθησιογόνου, που κατάφερνε να ρίξει μέσα. Όταν αποκοιμιούνταν τους έγδυνε, τους τοποθετούσε στην μπανιέρα και αφαιρούσε τα γεννητικά όργανα τους. Τα θύματα πέθαιναν ναρκωμένα, από ακατάσχετη αιμορραγία.
Η κοπέλα ήταν έξυπνη. Δεν άφηνε δαχτυλικά αποτυπώματα, μήτε μία τρίχα. Το μόνο στοιχείο που είχαν, ήταν το κατακόκκινο κραγιόν πάνω στο ποτήρι με το ποτό και το σημείωμα που έφτανε τρεις μέρες μετά στο γραφείο του. Πάντα υπέγραφε ως Χιονάτη.
Τα χτυπήματα στην πόρτα του, τον έβγαλαν από τις σκέψεις του. Έσβησε το τσιγάρο και ίσιωσε την πλάτη του στην καρέκλα.
«Περάστε»
Μια πληθωρική γυναίκα με κατάμαυρα μαλλιά και γαλάζια μάτια,, μπήκε στο γραφείο του. Στα χέρια της κρατούσε ένα ντοσιέ σημειώσεων.
«Ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα» είπε.
«Σε ευχαριστώ Πόουπ. Κάθισε»
Η κοπέλα βολεύτηκε σε μία από τις δύο δερμάτινες καρέκλες. Έβγαλε ένα στυλό και άνοιξε το ντοσιέ της.
«Ακούω» είπε απαλά.
«Ελπίζω να είσαι ενήμερη για την υπόθεση»
«Πρόκειται για την τύπισσα που αποκαλείται Χιονάτη;»
«Ναι γι’ αυτήν. Θέλω να μου βρεις τι σχέση έχουν αυτοί οι πέντε τύποι που ξέκανε. Σε πιο σχολείο πήγαν, που δούλευαν, ακόμα και τι μάρκα προφυλακτικό φορούσαν»
Η Πόουπ που σημείωνε όλη αυτή την ώρα σταμάτησε και τον κοίταξε.
«Γιατί;» τον ρώτησε.
«Τι γιατί; Αυτή δεν είναι η δουλειά σου;»
«Εννοώ γιατί τώρα; Γιατί όχι από το πρώτο, έστω το δεύτερο θύμα;»
Ο επιθεωρητής σκέφτηκε λίγο πριν απαντήσει.
«Γιατί ήλπιζα να βρω κάτι που να τους συνδέει με εκείνη. Ήλπιζα να κάνει το λάθος. Έστω και το πιο μικρό. Είναι όμως πολύ καλή. Της το αναγνωρίζω»
«Αυτό ακούστηκε σαν να την θαυμάζετε»
«Ίσως και ναι. Ίσως να ξέρω κατά κάποιο τρόπο τι κάνει. Δεν είναι τυχαίο που σκοτώνει μόνο άντρες και πάντα με τον ίδιο τρόπο. Κάτι ζητάει»
«Εκδίκηση;»
«Το πιο πιθανόν. Αλλιώς έχουμε να κάνουμε με άλλη μία τρελή σκύλα που βαρέθηκε την ζωή της και είπε να ξεπαστρέψει λίγο κόσμο»
Η Πόουπ γέλασε. «Γιατί πιστεύετε ότι αυτοαποκαλείται Χιονάτη;»
«Δεν ξέρω. Για αυτό χρειάζομαι την βοήθεια σου»
«Θα κάνω ότι καλύτερο μπορώ Νικ» του είπε και σηκώθηκε από την πολυθρόνα.
Ο επιθεωρητής την μιμήθηκε. Την συνόδεψε μέχρι την έξοδο όπου της άνοιξε την πόρτα.
«Βάλε τα δυνατά σου. Είναι σημαντικό» της είπε. Η κοπέλα έφυγε χαμογελώντας.
Ο Νικ επέστρεψε πίσω στο γραφείο του. Η ώρα είχε περάσει και το λιγοστό φως που έμπαινε πλέον από το παράθυρο δεν του αρκούσε. Άναψε το φωτιστικό και έπιασε ξανά τους φακέλους στα χέρια του.
«Η νύχτα θα είναι μεγάλη» μουρμούρισε.
Η ώρα ήταν περασμένες 11. Η μελαχρινή κοπέλα καθόταν σιωπηλή στο αυτοκίνητο της, κοιτώντας τον απέναντι δρόμο. Ο άντρας που γύρευε έπρεπε να ήταν εδώ από ώρα. Τον παρακολουθούσε εδώ και μία βδομάδα και γνώριζε πως κάθε βράδυ μετά την δουλειά, ερχόταν στο απέναντι μπαρ για ένα ποτό. Πάντα μόνος.
Άνοιξε το ραδιόφωνο για να απασχολήσει τον εαυτό της, αλλά γρήγορα το έκλεισε. Έβγαλε από την τσάντα της το καθρεφτάκι κι έλεγξε για ακόμα μία φορά το μακιγιάζ της. Είδε τον άντρα με την άκρη του ματιού της, να διασχίζει τον δρόμο και να μπαίνει στο μπαρ. Χαμογέλασε πλατιά. Έβαλε λίγο από το κόκκινο κραγιόν της και βγήκε από το αυτοκίνητο. Ήταν η ώρα να κάνει την κίνηση της.
«Να σε κεράσω ένα ποτό;»
Η κοπέλα σήκωσε τα μάτια της από το ποτήρι που κρατούσε. Απέναντι της στεκόταν ο άντρας που στόχευε. Είχε μπει στο μπαρ πριν από ώρα. Είχε διαλέξει μια θέση αρκετά κοντά για να την προσέξει. Έπαιζε με τα μαλλιά της προσπαθώντας να τον προκαλέσει, έκανε πως έφτιαχνε το κοντό φόρεμα της, αποκαλύπτοντας ολοένα και περισσότερο από το στήθος της. Το ψάρι είχε τσιμπήσει μία ώρα μετά. Και τώρα της χαμογελούσε.
«Άλλο ένα θα το έπινα» του είπε με βραχνή φωνή γέρνοντας πάνω του.
Ο άντρας τύλιξε το ένα του χέρι στην μέση της, ενώ με το άλλο έκανε νόημα στον μπάρμαν.
«Με λένε Ντέρεκ. Εσένα;» της ψιθύρισε στο αυτί.
«Χίλαρι» του είπε εκείνη κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια.
Είδε τον πόθο του να ζωντανεύει. Το κράτημα του έγινε πιο δυνατό. Την έφερε κοντά του. Τα χείλη τους απείχαν μόνο λίγα χιλιοστά.
Ήπιε μια γουλιά από το ποτό που της έφερε ο μπάρμαν. Είδε τον Ντέρεκ να κατεβάζει μεμιάς το δικό του.
«Άκουσε με κούκλα» της είπε. Τα χείλη του γυάλιζαν από τις σταγόνες του ποτού που είχαν μείνει «δεν ήρθες εδώ με αυτό το φόρεμα για να περάσεις την ώρα σου σαν καλό κορίτσι σωστά;»
«Σωστά» του είπε εκείνη κι έγλειψε τις σταγόνες από τα χείλη του.
«Ψάχνω κάτι για να ξεδώσω. Τι λες λοιπόν να φύγουμε από αυτό το αχούρι και να περάσουμε στο κυρίως πιάτο; Στο σπίτι μου;»
«Έπρεπε να ήμασταν ήδη στην πόρτα»
Ο Ντέρεκ έβγαλε μερικά χαρτονομίσματα από την τσέπη του και τα άφησε πάνω στην μπάρα. Την έπιασε από το χέρι και την τράβηξε πίσω του. Εκείνη όμως δεν έκανε βήμα. Γύρισε για να δει τι συμβαίνει.
«Τρέχει κάτι; Μήπως το μετάνιωσες;» την ρώτησε.
Η Χίλαρι δεν του απάντησε. Σφάλισε το στόμα του με το δικό της, ενώ η γλώσσα της εισέβαλε άγρια στο εσωτερικό του. Τον φίλησε σαν ξελιγωμένη.
«Ήθελα απλώς να σου δώσω μια μικρή γεύση» του είπε όταν τον άφησε.
Ο Ντέρεκ δεν κρατήθηκε. Την άρπαξε από το χέρι και βγήκαν έξω. Βρήκαν το αυτοκίνητο του και ξεκίνησαν. Σε μερικά λεπτά είχαν κιόλας φτάσει στον προορισμό τους.
Ο άντρας ξεκλείδωσε την πόρτα με τρεμάμενα χέρια. Όταν μπήκαν επιτέλους στο σπίτι, την έσυρε μέχρι το σαλόνι και την έριξε στον καναπέ. Έπεσε κι εκείνος πάνω της. Άρχισε να την φιλάει παντού παθιασμένα.
«Όπα, όπα τίγρη» του είπε η Χίλαρι σπρώχνοντας τον ελαφρά. «Γιατί δεν βάζεις μουσική, όσο εγώ σερβίρω δύο ποτά; Για να χαλαρώσουμε»
Δεν της απάντησε. Της έδειξε με το χέρι του ένα χαμηλό τραπεζάκι, με μπουκάλια και ποτήρια ενώ αυτός κατευθυνόταν προς το στερεοφωνικό. Η Χίλαρι έλεγξε πίσω της. Όταν εκείνος δεν κοιτούσε, άνοιξε το πάνω μέρος, από το δαχτυλίδι που φορούσε στο ένα της χέρι και έριξε στο ποτήρι του μια άσπρη σκόνη. Το ανακάτεψε ελαφρώς με το δάχτυλο της. Είδε τον Ντέρεκ να κάθεται στον καναπέ. Πήγε κοντά του και του έδωσε το ποτήρι με την σκόνη.
«Άσπρο πάτο» είπε.
Ο άντρας κατέβασε μονορούφι το ποτό του, ενώ εκείνη ήπιε μόνο μια γουλιά. Δεν πρόλαβε να το αφήσει στο τραπεζάκι όταν εκείνος της όρμησε.
«Έλα μωρό μου. Άσε τα νάζια» της είπε κι άρχισε να την φιλάει.
Η Χίλαρι έκανε πως ανταποκρίνεται μέχρι να νιώσει επιτέλους το βάρος του να πέφτει πάνω της και την βαριά ρυθμική του ανάσα, στο αυτί της. Ήταν αναίσθητος. Τώρα είχε έρθει η ώρα για την δική της διασκέδαση.
Έσπρωξε με κόπο, από πάνω της, τον Ντέρεκ. Το σώμα του έπεσε από τον καναπέ πάνω στο χαλί. Η Χίλαρι σηκώθηκε. Τον έπιασε από τα χέρια και τον έσυρε μέχρι τον μπάνιο. Του έβγαλε αργά αργά τα ρούχα και ύστερα αγκομαχώντας τον έβαλε μέσα στην μπανιέρα. Το κεφάλι του είχε γείρει στο πλάι. Το στόμα του ήταν μισάνοιχτο. Έβγαλε το ένα της μποτάκι και το αναποδογύρισε. Ένα μικρό πακέτο έπεσε στο πάτωμα. Το ξετύλιξε κι έπιασε το νυστέρι που βρισκόταν μέσα.
«Αυτό γιατί νομίζεις πως είσαι έξυπνος, μαλάκα» είπε. Του έκοψε το ένα αρχίδι.
«Αυτό για να μάθεις να τον βάζεις εκεί που δεν πρέπει» έκοψε το πέος του βάζοντας λίγη περισσότερη δύναμη.
«Αυτό για όσα μου έκανες!» φώναξε στο τέλος δακρυσμένη κι έκοψε το δεύτερο αρχίδι του.
Τα έβαλε σε μια νάιλον σακούλα. Καθάρισε όλο το μέρος από τα αποτυπώματα της με μερικά πανιά που βρήκε στην κουζίνα. Έβαλε ηλεκτρική σκούπα για να εξαφανίσει κάθε τι μικρό στοιχείο που αποδείκνυε την παρουσία της στο διαμέρισμα. Άδειασε τον κάδο της σκούπας μέσα στη νάιλον σακούλα με τα όργανα. Έριξε μια τελευταία ματιά στο σπίτι κι έφυγε κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω της. Οδήγησε με το αυτοκίνητο της, τρία χιλιόμετρα μακριά, έξω από την πόλη. Στον πρώτο κάδο που συνάντησε πέταξε τα απομεινάρια της πράξης της. Ύστερα χάθηκε μέσα στην νύχτα.
«Ο έκτος νάνος είναι πια παρελθόν. Έμεινε ένας»
Χιονάτη
Ο επιθεωρητής διάβασε ξανά το σημείωμα που είχε παραλάβει σήμερα το πρωί. Χαμογέλασε ειρωνικά. Αχ και να ξέρες, σκέφτηκε.
Ήταν έξω από το δωμάτιο 330, του κεντρικού νοσοκομείου της πόλης. Χτύπησε απαλά την πόρτα και μπήκε μέσα. Ο άντρας που ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, είχε το κεφάλι του γυρισμένο από την άλλη πλευρά. Κοιτούσε έξω στο παράθυρο, τον μουντό καιρό. Ένα ψιλόβροχο είχε ξεκινήσει από το μεσημέρι και δεν έλεγε να σταματήσει. Όταν άκουσε τον επιθεωρητή στράφηκε προς το μέρος του.
«Μου είπαν ότι θα ερχόσασταν» είπε αδύναμα.
«Πρέπει να σας πάρω κατάθεση. Αν είστε σε θέση φυσικά»
«Καθίστε»
Ο Νικ κάθισε στην μοναδική καρέκλα που υπήρχε στο δωμάτιο, δίπλα από το κρεβάτι. Λίγο μετά άλλος ένας αστυνόμος, από την ομάδα του μπήκε μέσα και στάθηκε λίγο πιο πίσω.
«Για να φτιάξει το σκίτσο της υπόπτου» τον πληροφόρησε ο Νικ. «Τι μπορείτε να μου πείτε από την νύχτα της επίθεσης;»
Ο άντρας κατάπιε. Το πρόσωπο του χλόμιασε από φόβο.
«Πήγα στο συνηθισμένο μου στέκι γύρω στις 11 το βράδυ. Είναι ένα μπαρ δύο στενά, παρακάτω από το γραφείο όπου εργάζομαι. Κάθισα στην μπάρα. Ένα λεπτό μετά από εμένα μπήκε και μια κοπέλα, μελαχρινή, με πλούσιο στήθος, καμπύλες και μακριά πόδια. Φορούσε ένα φόρεμα από εκείνα που δεν ξεχνάς ποτέ. Κόκκινο με αποκαλυπτικό ντεκολτέ και πολύ κοντό. Κάθισε λίγες θέσεις μακριά μου, όμως μπορούσα να την παρατηρώ άφοβα. Κάτι στην στάση της, στον τρόπο που πείραζε τα μαλλιά της, στις κρυφές ματιές όλο νόημα που μου έριχνε, με έκαναν να την πλησιάσω. Άντρας είστε κι εσείς και ξέρετε»
«Συνεχίστε» τον προέτρεψε ο επιθεωρητής.
«Για να μην τα πολυλογώ, φύγαμε κατευθείαν για το σπίτι μου. Μόλις μπήκαμε μέσα δεν έχασα χρόνο και τις ρίχτηκα. Στην αρχή ανταπέδωσε αλλά μετά με σταμάτησε. Με έστειλε να βάλω μουσική ενώ εκείνη μας σέρβιρε ποτά. Ήπιε μια γουλιά ενώ εγώ το κατέβασα μονορούφι. Την ήθελα. Απεγνωσμένα. Έπεσα πάνω της και άρχισα να την φιλάω μανιασμένα. Μετά όλα έσβησαν. Από εκεί και μετά δεν θυμάμαι τίποτα»
«Οι εξετάσεις σας, μας έδειξαν ότι χρησιμοποίησε κάποιου είδος αναισθητικό για να σας ναρκώσει. Η κοπέλα που σας καθαρίζει δύο φορές την εβδομάδα το σπίτι, σας βρήκε τα ξημερώματα στην μπανιέρα σας. Από καθαρή τύχη δεν πεθάνατε»
«Τύχη το λέτε εσείς αυτό; Πώς θα ζήσω από εδώ και πέρα; Είμαι μισός άντρας» φώναξε ο Ντέρεκ.
«Κύριε Γουότσον, κάνουμε ότι μπορούμε για να βρεθεί η δράστης. Τα πράγματα είναι σκούρα. Ο μόνος που μπορεί να μας βοηθήσει είστε εσείς. Μπορείτε να μας την περιγράψετε;»
Ο Ντέρεκ γύρισε το κεφάλι του προς το παράθυρο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και στράφηκε ξανά προς τον Νικ.
«Μετρίου αναστήματος, με καμπύλες. Κατάμαυρα μαλλιά και γαλάζια μάτια. Μικρό μέτωπο, έντονα ζυγωματικά και σαρκώδη χείλη. Είχε και ένα μικρό σημάδι πάνω από το αριστερό της φρύδι, σαν ουλή»
«Επιθεωρητά» τον διέκοψε ο αστυνόμος που βρισκόταν παράμερα.
Ο Νικ σηκώθηκε και τον πλησίασε. «Τι συμβαίνει;»
«Το σκίτσο. Πρέπει να το δείτε»
Ο Νικ έριξε μια ματιά. Τα μάτια του γούρλωσαν από έκπληξη. Άρχισε να ιδρώνει.
«Μείνε με τον Γουότσον» διέταξε τον αστυνομικό.
«Να δώσω σήμα;»
«Όχι, θα το αναλάβω εγώ προσωπικά. Έχω μαζί μου τον ασύρματο αν χρειαστώ ενισχύσεις»
Ο Νικ έφυγε τρέχοντας από το νοσοκομείο. Μπήκε στο παλιό μαύρο fiat του και ξεκίνησε αμέσως. Έπρεπε να την βρει πριν από τους υπόλοιπους. Θυμόταν που βρισκόταν η ψηλή πολυκατοικία με την τούβλινη πρόσοψη. Έβαλε πλώρη για εκεί, οδηγώντας σαν τρελός στο δρόμο. Παραλίγο να τρακάρει. Μετά από δέκα λεπτά διαδρομής έφτασε.
Καθώς έβγαινε από το αυτοκίνητο πρόσεξε μια φιγούρα στην ταράτσα του κτηρίου. Έκανε τον κύκλο κι ανέβηκε από την σκάλα κινδύνου, περνώντας τα σκαλοπάτια δύο δύο. Λαχανιασμένος και μουσκεμένος μέχρι το κόκκαλο από την νεροποντή που είχε ξεκινήσει πάτησε το πόδι του στην ταράτσα. Η κοπέλα ήταν εκεί.
«Γιατί;» την ρώτησε καθώς την πλησίαζε.
«Γιατί άλλο. Για εκδίκηση. Το μάντεψες πολύ σωστά»
«Για πιο λόγο; τι σου έκαναν;»
Η Πόουπ που του είχε γυρισμένη την πλάτη τόση ώρα, έκανε μεταβολή και τον κοίταξε. Το πρόσωπο της ήταν ατάραχο. Η στάση της δεν φανέρωνε ούτε στο παραμικρό πως είχε σκοτώσει πέντε άντρες και παραλίγο να τα κατάφερνε και με τον έκτο.
«Όταν ήμουν δέκα χρόνων η μητέρα μου πέθανε. Ο πατέρας μου δεν το άντεξε. Με έκλεισε σε ένα ίδρυμα. Για το καλό μου, έτσι μου είπε. Δέχτηκα την μοίρα μου με βαριά καρδιά. Δεν άργησα να εγκλιματιστώ στο μικρό καθολικό ορφανοτροφείο. Έκανα πολλούς φίλους. Είχα ξεχάσει την εγκατάλειψη του πατέρα μου και τον θάνατο της μητέρας μου. Ωστόσο όπως συμβαίνει συνήθως, το μικρό αυτό ίδρυμα είχε και τα μαύρα πρόβατα του. Ήταν μια παρέα από εφτά δεκαεξάχρονα αγόρια. Αυτοαποκαλούνταν οι Νάνοι. Όλα τους ήταν ατίθασα. Πείραζαν τα υπόλοιπα παιδιά κι έκαναν σκανταλιές. Προσπαθούσα πάντα να τους αποφεύγω. Δεν μου γέμιζαν το μάτι, έτσι όπως με κοιτούσαν περίεργα. Ένιωθα ότι τους έτρεχαν τα σάλια.
»Ένα βράδυ δεν αισθανόμουν καλά. Βγήκα από το δωμάτιο μου με κατεύθυνση το αναρρωτήριο. Έψαχνα την νοσοκόμα. Για κακή μου τύχη όμως με βρήκαν οι Νάνοι πρώτοι. Με έσυραν στις αντρικές τουαλέτες κι αφού με ξυλοκόπησαν, με βίασαν, όλοι. Μου κρατούσαν το στόμα για να μην ουρλιάξω. Με φώναζαν Χιονάτη καθώς μπαινόβγαιναν λυσσασμένα μέσα μου. Όταν πια χόρτασαν με παράτησαν αιμόφυρτη. Εκείνη τη στιγμή ορκίστηκα να τους εκδικηθώ. Έναν προς έναν»
Σειρήνες από περιπολικά άρχισαν να ακούγονται από κάπου μακριά.
«Αυτό είναι το τέλος;» τον ρώτησε η Πόουπ.
«Όχι. Δεν, δεν μπορώ να στο κάνω αυτό. Ήσουν ένα μικρό κοριτσάκι», της είπε αποσβολωμένος.
«Κι εσύ είσαι αστυνομικός. Είναι η δουλειά σου. Το καθήκον σου»
«Φύγε» της είπε ξαφνικά.
«Τί;» η Πόουπ δεν πίστευε στα αυτιά της.
«Φύγε. Δεν ήσουν ποτέ εδώ. Δεν κάναμε ποτέ αυτή την κουβέντα»
Τα δάκρυα της Πόουπ ανακατεύτηκαν με τις σταγόνες της βροχής. Του ένευσε με το κεφάλι ευχαριστώ και μετά εξαφανίστηκε μπροστά από τα μάτια του.
Ο Νικ έκανε αυτό που της υποσχέθηκε. Δεν την βρήκε εκείνη την ημέρα στην ταράτσα. Δεν έμαθαν ποτέ τι έγινε η κοπέλα με τα μαύρα μαλλιά. Η υπόθεση λίγο καιρό μετά έκλεισε και μπήκε στο αρχείο. Οι δύο τελευταίοι Νάνοι ήταν ζωντανοί. Και η Χιονάτη κάποια στιγμή θα γυρνούσε ξανά για να τελειώσει αυτό που ξεκίνησε.