Ο Άγγελος του Θανάτου
Την αποκαλούσαν κυρά του δειλινού καθώς σάλευε τα βλέφαρα της και καθρεφτιζόταν ολόκληρος ο κόσμος. Κι όμως η Αδαμαντία Φράγκου κειτόταν νεκρή στην αγκαλιά του ερέβους, με ένα περβάζι από τριαντάφυλλα να θυμιατίζει τους εφιάλτες της. Ανάμεσα στα οστεοφυλάκια και τις λειψανοθήκες ένα μοναχικό πορτραίτο αναδείκνυε την αρχοντιά και το ανάστημα της. Η αλαβάστρινη επιδερμίδα της, χιονόλευκη σαν την υφή του φεγγαριού. Οι πυρόξανθες μπούκλες της, στεφανωμένες νωχελικά στους ώμους της. Στην άσπιλη δαντέλα του πλουμιστού πουκαμίσου της κούρνιαζαν μαύρα μαργαριτάρια. Απόληξή τους, ο εσταυρωμένος. Πόσες φορές τα χείλη της ψέλλισαν το «Χαίρε Μαρία» και πόσες στιγμές τα ακροδάχτυλα της μέτρησαν τους κόμπους του ροζαρίου. Οι προσευχές της, την οδήγησαν στην κόλαση.
«Κουνήσου» κραύγασε ο Πιέρρος στον συνεργό του.
«Πήραμε αρκετά αφεντικό, πάμε να φύγουμε» το βλέμμα του ιερόσυλου τυμβωρύχου Δάντη συνάντησε το παραφουσκωμένο τσουβάλι με τα λάφυρα της νυχτερινής λείας. Βενετσιάνικος μπρούτζος κι χειροποίητα κεντήματα. Επίχρυσα εκκλησιαστικά καντήλια και πορσελάνινες αγγελικές αναπαραστάσεις αποτελούσαν τον θησαυρό τους. Οι συλητές του τάφου είχαν ξηλώσει με μαεστρία ακόμη και την καλλιτεχνική επίχρυση επιγραφή του ονόματος της νεκρής αριστοκράτισσας.
«Η νεκρή ίσως έχει κοσμήματα, ήταν άρρωστη όταν απεβίωσε» ο δείκτης του Πιέρρου έτεινε προς το πορτραίτο της αρχόντισσας.
«Είναι αμαρτία, αφεντικό!» ο Δάντης φώναξε επικριτικά γνωρίζοντας πως η απληστία αποτελεί θανάσιμο αμάρτημα.
«Κατάντια είναι! Περιφερόμαστε σαν τα σκυλιά από συσσίτιο σε συσσίτιο για λίγα ψίχουλα και πενταροδεκάρες. Αν δεν ήταν ο άντρας της πεθαμένης να μας δώσει ένα χρυσό νόμισμα και η μουρμούρα των πιστών στην εκκλησιά, δεν θα μαθαίναμε ποτέ για το μαυσωλείο που έχτισε προς μνήμη της» κανείς δεν θα στερούσε στον Πιέρρο την μοναδική ευκαιρία ώστε οι πέντε αισθήσεις του να αγκαλιάσουν στοργικά το ακριβό πανωφόρι του ευγενή. Επενδυμένο με χοντρό μαλλί, στιλπνό σαν γυαλιστερό μετάξι κι εβένινο σαν κάρβουνο. Ποθούσε την εκλεπτυσμένη περιβολή, το φινετσάτο καπέλο και φυσικά το λαμπερό διαμάντι στην κεφαλή του μπαστουνιού στήριξης ως βοήθημα της βάδισης.
«Ανάθεμα την ώρα και την στιγμή» ξεφυσώντας από αγανάκτηση ο Δάντης έτριψε τα ροζιασμένα χέρια του.
«Σιωπή με τις ανόητες προλήψεις σου».
Τα νύχια του Πιέρρου γέμισαν ακαθαρσίες κι υπολείμματα σάπιων φύλων. Λύσσα αναγραφόταν στο βλοσυρό βλέμμα. Ο λοστός του προσέκρουσε στην κάσα του φέρετρου. Με βιαστικές κινήσεις ο Δάντης τον βοήθησε να ξεφορτωθούν το άψυχο κομμάτι ξύλου. Χώματα λέκιασαν ακόμη και την ύστατη ένδειξη σεβασμού και ανθρωπιάς.
Ασάλευτη, νεκρική, μιασμένη από το άγγιγμα του θανάτου. Σκοροφαγωμένα ζυγωματικά και πυώδεις πίδακες για μάτια. Οι εκδορές της μελανής σάρκας αποκάλυπταν τσακισμένα κόκαλα. Σκουλήκια και βακτήρια αποστράγγιζαν πηχτές λιμνούλες από ξεραμένα σωματικά υγρά. Το άσπιλο νυχτικό της, τσιγαρόχαρτο, λεκιασμένο από τις αιμοπτύσεις. Στο φυλλοκάρδι της κούρνιαζε ένα γυμνό βρέφος. Το μικροσκοπικό μέγεθος του υποδήλωνε πως ξεψύχησε σαν αντίκρισε την ασχήμια του κόσμου, επιλέγοντας το νανούρισμα του εβένινου σκότους.
«Ώρα για την λεία».
Το πέλμα του Πιέρρου βούλιαξε στο χώμα. Με ένα λοστό συνέθλιψε τα κόκαλα της κλείδας του πτώματος και άρπαξε το κομποσκοίνι γύρω από τον βλογιοκομμένο λαιμό του. Άξαφνα ο Δάντης ένιωσε την αναπνοή του να ασθμαίνει. Αόρατα σουβλερά νύχια βυθίστηκαν στα σπλάχνα του. Μπρος τον ανεξήγητο θωρακικό πόνο, υπεράνθρωπη δύναμη επίταξε την παλάμη του να χωθεί στην τσέπη του παντελονιού του. Τα ακροδάχτυλα του άγγιξαν την επιφάνεια του χρυσού νομίσματος. Εξέτασε προσεχτικά την χούφτα του. Η ανάγλυφη απεικόνιση μιας νεκροκεφαλής γυάλιζε στο αμυδρό φως του φλεγόμενου πυρσού. Θα ορκιζόταν πως η όραση του τον εξαπατούσε καθώς στην άλλη πλευρά του νομίσματος διαγραφόταν ένα καμπυλωτό δρεπάνι. Πίστεψε πως το μέρος ήταν καταραμένο μιας κι όταν ο άγνωστος άρχοντας ανταποκρίθηκε στην έκκληση της ζητιανιάς του, η μοναδική σκέψη που τον απασχολούσε ήταν η γκρίνια του Πιέρρου. «Γιατί σε σένα κι όχι σε εμένα;».
«Κάτι δεν πάει καλά. Πάμε να φύγουμε !» τράβηξε το βρώμικο μανίκι του Πιέρρου.
«Είσαι τρελός; Περίμενε λίγο ακόμη».
«Φεύγω».
«Ντροπή να με προδώσεις».
Απαράβατος κανόνας των κλεφτών ήταν η εμπιστοσύνη μεταξύ συνεταίρων. Φλέβες διογκώθηκαν στο μέτωπο του Πιέρρου καθώς άρπαξε από τα πέτα τον Δάντη και τον έσπρωξε με μένος. Ο ληστής έχασε την ισορροπία του, το χρυσό νόμισμα εκσφενδονίστηκε λίγα εκατοστά μακριά διαγράφοντας νοητούς κύκλους στον αέρα ώσπου κατρακύλησε στο ορθάνοικτο στόμα της σωρού. Μια άγραφτη συμφωνία επισφραγίστηκε μεταξύ Θεού και Διαβόλου.
«Είδες τι έκανες; Πρέπει να της σπάσω το κρανίο τώρα!».
Ένα ψυχρό κύμα αέρα διαπέρασε το αποσαθρωμένο κουφάρι φουσκώνοντας τους σάπιους πνεύμονές της συχωρεμένης την στιγμή που ο Πιέρρος λαχταρούσε το πολύτιμο ρουμπίνι που αναπαυόταν στον δείκτη της. Ένα μικρό ανεπαίσθητο κρακ ήχησε καθώς ο τυμβωρύχος έσπασε το οστό με την βάση του σουγιά του. Κι ύστερα τα μάτια του αντίκρισαν τη βέρα της αρχόντισσας. Άραγε πόσα τσουβάλια κριθάρι μπορούσε να αγοράσει πουλώντας τη; Η αιχμηρή μύτη του στιλέτου σημάδεψε τον παράμεσο του σκελετωμένου χεριού, όταν μια ανατριχιαστική στριγκλιά συντάραξε το μαυσωλείο προκαλώντας βαθιές ρωγμές καθ’όλη την έκταση των ψηφιδωτών θολωτών αναπαραστάσεων του. «Όλα τα άστρα του ουρανού» όπως της είχε υποσχεθεί ο αγαπημένος σύζυγος κατά την ανταλλαγή των γαμήλιων όρκων τους.
Τα ροδοπέταλα κηλιδώθηκαν από τη νέμεση της επουράνιας τιμωρίας ή μήπως την οργή της κολάσεως; Τα κοτσάνια μαράζωσαν. Μέσα από τον φλοιό τους αναδύθηκαν δηλητηριώδη φίδια. Τα μάτια τους λαμπερά σμαράγδια στο ζοφερό μανδύα του Σκότους. Αθόρυβα τύλιξαν τα άκρα του Πιέρρου και χώθηκαν στα ρούχα του. Βίωσε την ανατριχίλα των πορφυρών φολίδων να ερεθίζει εκστατικά την επιδερμίδα του. Οι σουβλεροί κυνόδοντες τους βυθίστηκαν λαίμαργα στο μπράτσο και ύστερα στην γάμπα του, ενώ πλησίασαν σε απόσταση αναπνοής την καρωτίδα του. Με σπασμωδικές βίαιες κινήσεις και πονεμένες κραυγές αγωνίας τα απομάκρυνε από πάνω του.
Πύρινος ωκεανός οι φλογισμένες ίριδες της νεκρής. Κόκκοι σκόνης κατρακυλούσαν από τη νυχτικιά της στην προσπάθεια να σταθεί στα κοκαλιάρικα πόδια της. Η καρδιά του Πιέρρου κόντευε να σπάσει από τρόμο. Ο Δάντης του ένευσε ώστε να αποχωρήσουν. Είχαν ακούσει λαϊκούς θρύλους για τους νεκροζώντανους, μα πίστευαν ότι αυτοί δεν ήταν παρά ανόητες προλήψεις των θρησκόληπτων. Βρισκόταν αντιμέτωπος με την οργή της και καταδικασμένος στο έλεος της. Οπλισμένος με το θάρρος της επιβίωσης μπρος την επικείμενη απειλή βύθισε το στιλέτο του στην ακούρδιστη καρδιά της. Ανατριχιαστικές στριγκλιές, απόκοσμοι λυγμοί οδύνης. Το κτήνος πίεσε τα αποστεωμένα δάχτυλα γύρω από το λαιμό του. Το αναμαλλιασμένο κρανίο της Αδαμαντίας λύγισε στο πλάι, θαρρείς στο τυφλό νου της στροβιλίστηκε η ιδέα αν θα έπρεπε να ξεριζώσει το κεφάλι ή να κατακρεουργήσει με μανία την παρουσία που ανέστειλε τον αιώνιο ύπνο της. Από τα σκασμένα χείλη του, η αναπνοή γλιστρούσε καρτερικά ενώ τα άκρα του σπάραζαν νευρικά. Το ζόμπι εκτίναξε το σώμα του στην απέναντι γωνία. Η ενάμιση μέτρου μήκους λόγχη της πανοπλίας ενός ιππότη διαπέρασε τον θώρακα του Πιέρρου. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Το βλέμμα του μετέωρο στο σύμβολο της σταύρωσης, το οποίο από την δύναμη της πρόσκρουσης αναποδογύρισε με αποτέλεσμα τα ματωμένα καρφιά στα πόδια του Ιησού να συγκρατούν μετά βίας το βασανισμένο σώμα του στο δοκάρι της θολωτής οροφής. Ο αποκρουστικός δαίμονας έσυρε τα βήματα του μπρος τον αλαζονικό αρχικλέφτη. Το διαβολικό τερατούργημα τράβηξε απότομα το κομποσκοίνι του, χάντρες αναπήδησαν στο πλακόστρωτο δάπεδο. Μετάλαβε τον αμαρτωλό με καυτό ασημί.
Ο Δάντης χάθηκε στο απύθμενο σκοτάδι. Οι σιδερένιες θήρες του μαυσωλείου σφυροκοπούσαν από την ορμητική δύναμη του αέρα. Μια τρομακτική καταιγίδα βρισκόταν σε εξέλιξη. Κεραυνοί διέτρεχαν τον ουράνιο θόλο και εκτυφλωτικές αστραπές στράγγιζαν τα οργισμένα σύννεφα. Λευκές αέριες μάζες ακολουθούσαν τα βήματα του. Μετουσιώθηκαν σε ενεργειακές σφαίρες, οι οποίες σύντομα μετασχηματιστήκαν σε τερατώδη βρέφη. Κέρατα κοσμούσαν το άτριχο μέτωπο και τεράστια λαμπερά μάτια με οφιοειδείς ίριδες διακρίνονταν πάνω από τα στρουμπουλά ζυγωματικά τους. Η διχαλωτή γλώσσα τους άρθρωνε γοερά κλάματα από το πυρ το εξώτερο. Σατανικά φαντάσματα σκαρφάλωναν πάνω του. Κρέμονταν από τα φαρδιά μανίκια του απολαμβάνοντας τα τραμπαλίσματα του θανάτου. Τραβούσαν τα μαλλιά του και έμπηγαν τα νύχια τους στην επιδερμίδα του. Δεκάδες δαγκωματιές, παράσημα στην αναψοκοκκινισμένη σάρκα του. Ο Δάντης έχασε την ισορροπία του γλιστρώντας στα λασπόνερα. Ο σάκος που μετέφερε στον ώμο του, ασήκωτος σταυρός του μαρτυρίου. Κύλησε στο ανώμαλο έδαφος ξερνώντας τα κλοπιμαία. Τα δαιμόνια ενώθηκαν σε μια άμορφη μάζα. Δημιούργησαν μια τεράστια αποκρουστική σκιά, όμοια με τελώνιο αερικό του υποχθόνιου κόσμου. Ήταν η άυλη υπερφυσική δύναμη που είχε προκαλέσει αίσθημα δυσφορίας στο Δάντη και αφυπνίσει την Αδαμαντία τροφοδοτώντας την με μίσος.
Η Αδαμαντία αναδύθηκε από τα σπλάχνα της πυκνής αιθάλης. Η παντοδύναμη σκιά στροβιλίστηκε γύρω της και ως καπνός διείσδυσε στις λαβωματιές του κόρφου της συντροφεύοντας στο θλιβερό μονοπάτι της ζωής. Τα δάκρυα της βροχής απόκρυπταν τα ρυάκια ιδρώτα που κυλούσαν στους κροτάφους του Δάντη. Τράβηξε το μουσκέτο από την εσωτερική τσέπη του πανωφοριού του. Το χέρι του έτρεμε. Στόχευσε το κινούμενο λείψανο κι ύστερα πίεσε την σκανδάλη. Η σφαίρα διείσδυσε βίαια στο κρανίο της θρυμματίζοντας το. Το καυτό μολύβι παρότι λάβωσε γέννημα του διαβόλου, δεν προξένησε καμία επιβλαβή φθορά. Το τερατώδες έκτρωμα χίμηξε πάνω στο δύσμοιρο άντρα εγκλωβίζοντας το σώμα του. Οι αντιστάσεις του λύγισαν. Η ανάσα της βρομούσε αποσύνθεση. Λευκά, παχουλά, αηδιαστικά σκουλήκια έπεφταν πάνω στον ληστοσυμμορίτη προκαλώντας του εμετική αηδία μέχρι που τα οστεώδη δάχτυλα της, μαρμαρωμένα σαν ατσάλι όχι μόνο ξέσκισαν τα ρούχα αλλά και την σάρκα του Δάντη. Προαισθάνθηκε το τέλος του να πλησιάζει καθώς βογκητά ευχαρίστησης δηλητηρίασαν τα πονεμένα ουρλιαχτά του. Τα κούφια δόντια της ξερίζωσαν το ανθρώπινο τομάρι κι δοκίμασαν ψίχα του κορμού του. Το κτήνος ρουφούσε λαίμαργα τα σωθικά του. Με λαχτάρα κι απόλυτη ικανοποίηση κατάπινε τα εντόσθια και ανυπομονούσε να γευτεί το λαχταριστό μυαλό του.
Ανάθεμα τον τελευταίο καρδιακό χτύπο. Την ύστατη ανάσα προς την αιώνια ανάπαυση. Ακροβατώντας σε δυο κόσμους ο Δάντης ευλογήθηκε με τα οράματα της κόλασης. Στο ξέσπασμα του κεραυνού και της φθονερής ημισελήνου αποκαλύφθηκε ο μαυροφορεμένος άρχοντας που του είχε προσφέρει το χρυσό νόμισμα. Φάνταζε απειλητικός, ασύλληπτος, ονειρώδης. Κάτω από το γείσο του καπέλου αποκαλυπτόταν βαθουλώματα για μάτια. Στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένας κινούμενος σκελετός και το μπαστούνι του, ένα γιγαντιαίο αδαμάντινο δρεπάνι. Ίδιος ο θάνατος, ο Χάροντας σαν είχε σταλθεί ως ψυχοπομπός. Σκοπός του, να συντροφεύσει τον Δάντη μπρος τις πύλες Άδη.
Άξαφνα μια ριπή ανέμου αποκάλυψε αιθέριο άρμα καμωμένο από υλικά του Πλούτωνα. Μολυσμένες καρδιές από το μίασμα του φθονερού μίσους. Ανέσπερες φλόγες από την έκρηξη της αδάμαστης οργής. Εξαμβλωματικά κρανία και οστά, κατάλοιπα μαρτυρικών βασανιστηρίων. Στην κοιλότητα της σκελετωμένης παλάμης του δέσποζαν λεπτοφυή γκέμια ισχνών ιριδιζόντων ίππων. Οι πυρακτωμένες χαίτες τους σάλευαν στο χάδι του ανέμου. Οι οπλές τους θρηνούσαν στο πηλώδες έδαφος ενώ ο εκκωφαντικός θόρυβος του καλπασμού τους προκαλούσε πανικό.
Δυστυχώς ο άτυχος Δάντης δεν είχε τίποτα να προσφέρει στον Χάροντα ώστε να περάσει το ποταμό Αχέροντα και να ανταμώσει την αστείρευτη γαλήνη. Ούτε καν τον οβολό που απλόχερα του είχε χαρίσει. Κι αν ένα από τα αμαρτήματα του ήταν το δώρο της αθανασίας στην κοιμώμενη Αδαμαντία, ήταν έτοιμος να αποδεχθεί την νέμεση του καθώς το κορμί του εγκατέλειπε την στερνή πνοή, όσο η νεκραναστημένη ετοιμαζόταν να διασχίσει το σκοτεινό δάσος των στοιχειών και να ανταμώσει την πόλη των θνητών. Να ικανοποιήσει την ακόρεστη δίψα της για σαρκική τέρψη ρουφώντας την ψυχή των αμαρτωλών.
Βασιλική Μπούζα