Το φεγγάρι είχε βγει στον ουρανό της Σηστού. Μαζί με τα άστρα φώτιζε τα νερά του Ελλησπόντου. Το αεράκι δρόσιζε τους ελάχιστους νυχτερινούς διαβάτες της παραλίας. Εκεί, στο μπαλκόνι ενός Πύργου, καθόταν η Ηρώ και αγνάντευε το ναό της Αφροδίτης, ο οποίος δέσποζε πάνω στον απόκρημνο βράχο. Η άνοιξη είχε φτάσει και αύριο θα πραγματοποιούνταν η γιορτή προς τιμή της Θεάς Αφροδίτης και του Άδωνη. Η Ηρώ ήταν ανήσυχη. Ως ιέρεια του ναού, αφιερωμένη στη θεά, ήταν η πρώτη φορά που θα έπαιρνε μέρος σε αυτή την γιορτή. Θα τα κατάφερνε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της θέσης που είχε;
Αύριο ο ναός της θεάς Αφροδίτης θα γεμίσει πλήθος προσκυνητών από όλα τα μέρη του κόσμου και αυτή θα ηγείται της πομπής, με τη δάδα για τη φωτιά στο βωμό του Ιερού στα χέρια της. Όλα τα βλέμματα θα είναι στραμμένα επάνω της. Έπρεπε να είναι άψογη σε όλα. Να μην ξεχάσει να είναι ελέγξει τον βωμό πριν την πομπή ότι είναι έτοιμος, να μην παραπατήσει, να μην της σβήσει η φωτιά. Αχ, Θεά μου, ειδικά αυτό. Να μην σβήσει η φωτιά. Θα ήταν ένας κακός οιωνός. Σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό και απολάμβανε την Πούλια. Τα χιλιάδες αυτά άστρα που με το μπλε θερμό τους φως λαμπρύνουν το μαύρο του ουρανού και της γης. «Πλειόνη μου, Ωκεανίδα εσύ νύμφη, κόρη του Ωκεανού, σύζυγο του Άτλαντα, κάνε όλα να πάνε καλά αύριο», ευχήθηκε και λίγο πριν ξημερώσει, λίγο πριν βγει ο Αυγερινός, μπήκε στην κάμαρά της και πήγε να κοιμηθεί.
Η μέρα της γιορτής την βρήκε να ξυπνάει ήρεμη, γαλήνια, απελευθερωμένη από το άγχος της προηγούμενης βραδιάς και έτοιμη να προσφέρει όλες τις τιμές στη Θεά Αφροδίτη. Η Πλειόνη την είχε ακούσει και είχε πραγματοποιήσει την ευχή της. Της είχε προσφέρει έναν όμορφο ύπνο, με αποτέλεσμα σήμερα να είναι ξεκούραστη. Σηκώθηκε από το κρεβάτι της, κατευθύνθηκε προς την κρήνη έξω από το δωμάτιό της και έπλυνε το πρόσωπό της. Στη συνέχεια πήγε στα λουτρά του ναού, ώστε να λουστεί και να κάνει μπάνιο. Έπρεπε να είναι καθαρή σε σώμα και ψυχή. Η ψυχή της είχε καθαριστεί χτες με την εξομολόγησή της μπροστά στο Ιερό της Θεάς Αφροδίτης. Το σώμα ήταν παρθενικά καθαρό και τώρα θα το έπλενε και εξωτερικά. Όλα άψογα για τη θυσία προς τη Θεά Αφροδίτη.
Βγήκε από τα λουτρά φορώντας τον λευκό λινό χιτώνα της, ο οποίος έπεφτε στους ώμους της και κούμπωνε στα πλάγια του σώματός της. Η ζώνη στη μέση της, με την χρυσή πόρπη να συγκρατεί τον χιτώνα και συγχρόνως να στολίζει το καλλίγραμμο σώμα της, συγκρατούσε τον χιτώνα, ενώ το σκίσιμο στη δεξιά πλευρά άφηνε να φαίνεται το λευκό της πόδι. Το δέρμα του σανδαλιού ακουμπούσε απαλά στο πέλμα της και οι χρυσές λουρίδες τυλίγονταν σαν κλαριά γύρω από τη γάμπα της. Τα μαλλιά της, στο χρώμα του μήλου, ήταν πλεγμένα σε όμορφες μικρές κοτσίδες και ανέμελες μπούκλες έπεφταν δεξιά και αριστερά και ένα στεφάνι από άνθη τριανταφυλλιάς κοσμούσε το μέτωπό της.
Μαζεύτηκαν όλες οι ιέρειες και ομορφιά πολύ γέμισε το ναό. Όμως, από όλες ξεχώριζε η Ηρώ και όλοι οι άντρες θαύμαζαν το μοναδικό αυτό πλάσμα. Ανάμεσά τους και ένας ωραίος νέος, που μόλις είχε καταφθάσει από την Άβυδο, ο Λέανδρος. Αμέριμνος κοιτούσε την πομπή που πλησίαζε στο βωμό και ξαφνικά το βλέμμα του έπεσε πάνω στην Ηρώ. Και το κορμί του ταράχτηκε λες και τον είχε χτυπήσει κεραυνός. Μα τον Δία τέτοια ομορφιά δεν είχε ξανά δει. Και έβαλε σκοπό κατακτητής της καρδιάς της να γίνει. Κι ας ήταν ενάντια σε κάθε θεϊκό και ανθρώπινο νόμο οι ιέρειες των ναών να μένουν ανέγγιχτες, άσπιλες και αμόλυντες. Ο Λέανδρος παρασυρμένος από τον πόθο του δεν λογάριαζε ούτε Θεούς ούτε ανθρώπους. Η όψη της ιέρειας τον έκανε να βάλει στην άκρη κάθε δισταγμό και λίγο πριν τη δύση του ηλίου κατευθύνθηκε προς τη μεριά της.
Γλυκά και ήρεμα της έπιασε το χέρι και άρχισε να αναστενάζει. Απότομα τραβήχτηκε η Ηρώ από κοντά του και ακόμα πιο απότομα του μίλησε. Τον έδιωξε, τον χλεύασε και απόρησε πώς βρήκε το θράσος να την πλησιάσει. Ύβρις προς τη Θεά Αφροδίτη του είπε και κίνησε να φύγει. Ο Λέανδρος την έπιασε από το μπράτσο και με βλέμμα γεμάτο πόθο της εκμυστηρεύτηκε την αγάπη του. Ποτέ ξανά δε γεννήθηκε πλάσμα σε ετούτη εδώ τη γη που να έχει την ομορφιά σου. Γλυκιά μου ιέρεια, για χάρη σου και τους Θεούς και τους ανθρώπους αψηφώ. Γίνε γυναίκα μου, ουρί του παραδείσου και εγώ θα έχω στα πόδια σου ότι ζητήσεις, της έλεγε και έσταζε μέλι το βλέμμα του. Και η άμαθη σε αντρικά λόγια και χάδια Ηρώ δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον όμορφο νέο.
Ναι, γιατί ήταν πολύ όμορφος ο Λέανδρος. Τα μαύρα μαλλιά πλαισίωναν ένα πρόσωπο αρρενωπό. Τα μάτια του, σχιστά σαν αμύγδαλο και μαύρα σαν το κάρβουνο, έμοιαζαν με θάλασσα ανταριασμένη, έτοιμα να σου προσφέρουν τις πιο έντονες συγκινήσεις. Το χαμόγελό του υποσχόταν ένα ατελείωτο ταξίδι στη χώρα των συναισθημάτων. Τα στιβαρά του χέρια και το γυμνασμένο του κορμί φανέρωναν έναν άντρα δυναμικό. Και ήταν όλα αυτά και τα γλυκά του λόγια, που έκαναν την Ηρώ να αθετήσει τον όρκο της και να δεχτεί να τον παντρευτεί. Ο γάμος τους, όμως, κρυφός έπρεπε να μείνει, καθώς αυτή παρθένα έπρεπε να είναι.
Και μες τη γλύκα της αγάπης αποχωρίστηκαν οι δύο νέοι με υπόσχεση το άλλο βράδυ να πάει ο Λέανδρος να τη συναντήσει. Υπόσχεση που της έδωσε από την πρώτη στιγμή. Κάθε βράδυ θα έρχομαι με το καράβι για να σε ανταμώνω. Διασχίζοντας τον Ελλήσποντο θα φθάνω στη γλυκιά αγκαλιά σου. Τον λύχνο σου τον αναμμένο θα έχω οδηγό. Να έχεις όμως το νου σου μη σβήσει και στα μαύρα νερά της θάλασσας χάσω τη ζωή μου. Και υποσχέθηκε η Ηρώ πως κάθε βράδυ θα τον καρτερεί στο μπαλκόνι του Πύργου της με το λύχνο αναμμένο, φάρος θα γίνει για να τον οδηγεί στην αγκαλιά της.
Και την επόμενη νύχτα, την ώρα που είχε βγει η Πούλια, ο Λέανδρος περίμενε δίπλα στο καράβι το σινιάλο της αγαπημένης του. Άναψε τον λύχνο η Ηρώ και ρίχτηκε στη θάλασσα ο αγαπημένος της. Και εκεί στην κάμαρά της ενώθηκαν οι δύο νέοι. Και ήταν μία ένωση μοναδική. Τι κι αν η ένωση αυτή δεν είχε τις τιμές που έπρεπε να αποδοθούν στην Ήρα; Τι κι αν η ένωση αυτή ήταν μίασμα στα μάτια Θεών και ανθρώπων; Η Ηρώ την ώρα εκείνη ένοιωθε κάθε κύτταρο της ύπαρξής της να ταράζεται. Ο Λέανδρος την ώρα εκείνη ένοιωθε πιο πάνω και από θεός. Τα βεγγαλικά της μάτια, την ώρα της απόλυτης ένωσης, έλαμπαν σαν καράβια μέσα στον Βόσπορο. Και εκείνη, την ώρα της απόλυτης ένωσης, ευχόταν να μπορούσαν να κοιμηθούν αγκαλιά, να μπερδευτούν τα όνειρά τους. Για μια ολόκληρη ζωή να είναι η βραδιά δικιά τους.
Με αυτά τα πρωτόγνωρα συναισθήματα αποχωρίστηκε το ερωτευμένο ζευγάρι, λίγο πριν ο ήλιος χαράξει τη νέα μέρα. Και έτσι με αναμονή, υπομονή και τη φλόγα του έρωτα να φουντώνει, η Ηρώ το πρωί ήταν ιέρεια της Θεάς Αφροδίτης και το βράδυ γυναίκα στην αγκαλιά του Λέανδρου. Και κάθε βράδυ έβγαινε στο μπαλκόνι του Πύργου με τον λύχνο αναμμένο και έδειχνε στον καλό της το δρόμο προς τα φιλιά της. Και κάθε βράδυ ο Λέανδρος έβγαινε στην απέναντι πλευρά, κοίταζε προς τον Πύργο και περίμενε να δει τον λύχνο της καλής του, ώστε να ρίξει βάρκα και κουπί να τρέξει προς τα φιλιά της. Και αυτό το κρυφό συναπάντημα κράτησε όλη την άνοιξη. Και πέρασε η άνοιξη, ήρθε το καλοκαίρι. Και από εκεί χωρίς να το καταλάβουν έφθασε φθινόπωρο. Μέχρι που η θάλασσα άρχισε να ανταριάζει, σημάδι πως ήρθε ο βαρύς χειμώνας.
Οι μυστικές, βραδινές συναντήσεις των δύο νέων γινόντουσαν όλο και πιο δύσκολες. Η Ηρώ με τον λύχνο έβγαινε στο μπαλκόνι και με τους ανέμους να λυσσομανούν προσπαθούσε με χίλιους κόπους να διατηρήσει τη φωτιά αναμμένη. Και ο Λέανδρος με κίνδυνο της ζωής του κάθε φορά προσπαθούσε να ημερεύσει τα κύματα και να φτάσει στον Πύργο. Όμως, η ύβρις προς τη Θεά Αφροδίτη, ο θυμός του Θεού Ποσειδώνα, η απλά η κακή τύχη των δύο ερωτευμένων, ένα βράδυ ο λύχνος έσβησε και η δύστυχη Ηρώ δεν το κατάλαβε. Είχε αφήσει τον λύχνο στο μπαλκόνι, ενώ η ίδια καθόταν στο δωμάτιό της μέχρι να ακούσει το σινιάλο του Λέανδρου.
Έκπληκτος ο Λέανδρος είδε το φως να σβήνει και αναστατωμένος άρχισε να προσεύχεται στον Θεό Ποσειδώνα να ημερέψει τη θάλασσα, στον Αίολο να ημερέψει τον αέρα και την Θεά Αφροδίτη να τον προστατέψει να φτάσει στην αγαπημένη του. Όμως, μάταια. Οι Θεοί δεν τον άκουσαν. Και όπου κι αν στράφηκε προς προσευχή, βρήκε αδιαφορία. Ακόμα κι ο Έρωτας, που για χάρη του γινόντουσαν όλα, του έστρεψε την πλάτη. Έχασε έτσι τον προσανατολισμό του και χάθηκε στα νερά του Βοσπόρου. Και με τα κύματα να χτυπάνε τη βάρκα του σαν καρυδότσουφλο, το νερό να πλημμυρίζει την βάρκα και τον ίδιο, πνίγηκε ο Λέανδρος πριν καταφέρει να αντικρίσει τα βεγγαλικά μάτια της αγάπης του.
Την ίδια ώρα η Ηρώ γεμάτη αγωνία τον περίμενε στην κάμαρη της. Άγρυπνη έμεινε όλο το βράδυ να τον αναζητά και να τον ψάχνει στα νερά τα ανταριασμένα. Πού είναι και δεν έρχεται; Μήπως άλλαξε γνώμη; Μήπως τα κύματα τον αποθάρρυναν και δεν έβαλε πλώρη για να έρθει σε μένα; Αχ, Θεοί, μακάρι να μην ξεκίνησε με τέτοιο καιρό να μου έρθει, κι ας είχα ανάψει εγώ η απερίσκεπτη τον λύχνο της αγάπης μας … Αυτά και άλλα πολλά συλλογιζόταν η Ηρώ όλο το βράδυ, προσπαθώντας να διώξει το κακό προαίσθημα που στεκόταν βάρος στην καρδιά της και την ψυχή της.
Και έφυγε η μαύρη σκοτεινιά της νύχτας και βγήκε ο ήλιος και φώτισε την τραγωδία. Μέσα στην ήρεμη πλέον θάλασσα, που τίποτα δεν έδειχνε την χθεσινή τρικυμία. Λες και οι Θεοί είχαν βάλει σημάδι τον Λέανδρο, εκεί λοιπόν έπλεε το άψυχο σώμα του. Κραυγή πόνου και απελπισίας έσκισε τον ουρανό όταν η Ηρώ έμαθε τα νέα και αλλόφρων έτρεξε προς την παραλία της Σηστού όπου είχε ξεβράσει η θάλασσα το πτώμα της αγάπης της. Όχι! Όχι! Όχι! Δεν μπορεί να είναι αλήθεια! Όχι! Όχι! Όχι! Όχι! Αν τα κύματα πήρανε την αγάπη μου, μαζί θα πάω και εγώ. Ζωή χωρίς την αγκαλιά του δεν είναι ζωή! … ούρλιαζε μέσα της η Ηρώ και έπεσε μέσα στη θάλασσα, αγκαλιά με το πτώμα του Λέανδρου, μόλις τον αντίκρισε νεκρό στην παραλία.
Και καθώς η θάλασσα τους παρέσυρε στην βαθιά αγκαλιά της, έτσι αγκαλιασμένοι πήγαν μαζί το αιώνιο ταξίδι. Μέρες αργότερα τους ξέβρασε η θάλασσα, ακόμα αγκαλιασμένους, στην ξηρά. Τους βρήκαν ψαράδες της περιοχής και συγκινημένοι από την αγάπη των δύο νέων, η οποία συζητιόταν από όλους τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης και όχι μόνο, τους έθαψαν εκεί. Μαζί. Αιώνια αγκαλιασμένους. Και πήρε ο Πύργος το όνομα του Λέανδρου, για να φωτίζει τα καράβια του Βοσπόρου. Αλλά κυρίως για να φωτίζει τις καρδιές των ερωτευμένων.