Από την Αγγελίνα Λιβανού
Βημάτιζε πάνω κάτω στο δωμάτιο κρατώντας το κινητό στα χέρια της περιμένοντας τα λεπτά να προχωρήσουν…
Της είχε πει οκτώμισι και είχε πάει εννιά παρά είκοσι…
Οι σκέψεις έτρεχαν ιλιγγιωδώς στο κεφάλι της. Μήπως δεν ερχόταν; Μήπως ήταν ένα ακόμα από τα ψέματά του; Αλλά δεν μπορεί. Είχε ταξιδέψει περισσότερα από τετρακόσια χιλιόμετρα για να τον συναντήσει… Τέσσερις μήνες τώρα αυτό είχε διαρκώς στο μυαλό της. Να τον συναντήσει. Να γνωρίσει από κοντά τον άντρα που της είχε ξυπνήσει τέτοιο πάθος. Να νιώσει τα χείλη του στα δικά της. Να βεβαιωθεί πως δεν ήταν φάντασμα… Μια πλάνη του μυαλού που δημιουργήθηκε πίσω από μια οθόνη υπολογιστή γιατί έτσι την είχε προσεγγίσει. Δεν της αρκούσαν όμως αυτές τους οι συνομιλίες, ούτε τα τηλεφωνήματά τους που κάθε φορά γίνονταν πιο καυτά, πιο βασανιστικά μέχρι να σου κόβεται η ανάσα… Τον ήθελε ζωντανό να τον δει μπροστά της, να τον αγγίξει, να τον νιώσει…
Η πόρτα χτύπησε και οι χτύποι της καρδιάς της δυνάμωσαν… Στεκόταν μπροστά της αλλά δεν την άνοιξε αμέσως. Πήρε δυο τρεις βαθιές ανάσες και γύρισε αργά το χερούλι. Τα μάτια της σηκώθηκαν ψηλά για να συναντήσει το πρόσωπό του. Δεν τον περίμενε τόσο ψηλό. Κατά τα λοιπά ήταν σχεδόν όπως στις φωτογραφίες που της είχε στείλει.
Κοιτάχτηκαν αμήχανα για λίγα δευτερόλεπτα. Έπειτα εκείνος την αγκάλιασε και την φίλησε. Πόσο το περίμενε αυτό το φιλί. Πόσο το απόλαυσε. Ήταν αληθινός τελικά. Όχι αποκύημα της φαντασίας της…
Χαιρόταν πολύ που δεν υπολόγισε τίποτα άλλο εκτός από την επιθυμία της. Το θέλω της. Κάποτε στη ζωή μας πρέπει να κάνουμε και μικρά δώρα στον εαυτό μας ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Έτσι για να μην έχουμε να μετανιώνουμε για πολλά όταν έρθει η ώρα του απολογισμού.
Κρατώντας την πάντα αγκαλιά την έσπρωξε απαλά και την έριξε στο κρεβάτι. Της άρεσε η επαφή τον κορμιών τους. Της άρεσε όπως τον ένιωθε πάνω της. Φιλήθηκαν λίγο ακόμα ενώ ο ένας προσπαθούσε να εξερευνήσει το κορμί του άλλου. Κι έπειτα σιγά – σιγά έβγαλαν τα ρούχα τους και τα σώματά τους ήρθαν σε απόλυτη επαφή. Ένιωσε το δέρμα του πάνω στο δικό της. Μύριζε όμορφα κι αυτό την ερέθιζε ακόμα περισσότερο. Γύρισε εκείνη πάνω του και άρχισε να τον φιλάει αχόρταγα στο στέρνο.
Τον ένιωθε ερεθισμένο και τόσο περισσότερο τον φιλούσε. Ήθελε να καλύψει τους τέσσερις μήνες της προσμονής στις λίγες ώρες που ήξερε θα μείνουν μαζί. «Μια φορά θα σε δω στα σίγουρα» ήταν η μοναδική υπόσχεση που της είχε δώσει, ενώ ήξερε πως είχε κάνει τόσα χιλιόμετρα μόνο για να τον συναντήσει.
Την είχε πληγώσει αλλά το είχε αποδεχτεί. Άλλωστε δική της ήταν η επιθυμία και η πρωτοβουλία. Το παιχνίδι παιζόταν με τους δικούς του όρους. Δεν την ένοιαζε τίποτα. Ήταν αποφασισμένη να τα παίξει όλα για όλα. Ήταν ευχαριστημένη που είχε πραγματοποιήσει ό,τι περισσότερο είχε ποθήσει τα τελευταία χρόνια. Ήταν κι αυτό μια νίκη. Κατάλαβε πως οι σκέψεις της αυτές την έπαιρναν μακριά και έχανε τις στιγμές. Όσες κι αν ήταν αυτές…
«Σε θέλω» του είπε πνιχτά κι εκείνος την γύρισε και ανέβηκε πάνω της. Γέμισε τις χούφτες του με το στήθος της και με τη γλώσσα του χάιδεψε τις ρόγες της που είχαν σκληρύνει τόσο που την πονούσαν. Πού και πού της ξέφευγαν μικρά βογκητά ηδονής. Ένιωσε όλο της το σώμα να την πονάει από τον πόθο. «Θέλω να σε νιώσω μέσα μου» του ψιθύρισε κι εκείνος έσπευσε να ικανοποιήσει την επιθυμία της….