wraia koimwmeniΟι διάδρομοι του νοσοκομείου ήταν έρημοι, την ώρα που ο Μάικλ έφτασε στο κτήριο. Σήμερα ήταν πολύ σημαντική μέρα για εκείνον. Ο έρωτας της ζωής του είχε γενέθλια. Ανυπομονούσε τόσο πολύ, να δει το πρόσωπο της, να την φιλήσει. Να την χαϊδέψει.

Τακτοποίησε τα πράγματα του και φόρεσε την στολή νοσοκόμου. Έπειτα με βιαστικά βήματα, έφτασε στην πτέρυγα της αποκατάστασης. Οι ήχοι από τα διάφορα μηχανήματα, που κρατούσαν τους ασθενείς ζωντανούς, τον κατέκλυσε αμέσως. Ένευσε με το κεφάλι του, σαν δείγμα χαιρετισμού, στην συν αδέλφισα του, που ετοιμαζόταν να φύγει. Λίγα λεπτά μετά, ήταν μόνος στην πτέρυγα. Αυτός, οι ασθενείς και τα μηχανήματα.

Ίσιωσε τις ζάρες που είχαν δημιουργηθεί στην μπλούζα του και προχώρησε προς το τελευταίο κρεβάτι που υπήρχε στην αίθουσα. Εκείνη ήταν ακόμα εκεί, όπως και τα τελευταία 3 χρόνια. Τα μαλλιά της, ήταν απλωμένα στο μαξιλάρι, σχηματίζοντας ένα στεφάνι από σκούρες ατίθασες μπούκλες. Τα ματόκλαδα της ήταν κλειστά. Πάντα ήταν κλειστά. Έσκυψε πάνω από το κρεβάτι και την φίλησε απαλά στο στόμα.

«Χρόνια πολλά αγαπημένη μου»

Άπλωσε το χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε ένα μικρό βελούδινο κουτάκι. Πήρε το περιεχόμενο του κουτιού και το φόρεσε σε ένα από τα δάχτυλα του δεξιού χεριού της.

«Ήξερα πως θα σου ταιριάζει» της είπε, ενώ χάζευε την μικρή μπλε πέτρα που γυάλιζε πάνω στο δάχτυλο της.

Έβγαλε τα παπούτσια του και ξάπλωσε μαζί της, βολεύοντας το σώμα του, δίπλα από το δικό της, κάτω από τις κουβέρτες. Ξεκίνησε να την χαϊδεύει στην αρχή απαλά μα μετά πιο απαιτητικά, μέχρι που ανήμπορος να κρατηθεί, χάθηκε στην γλύκα του αναίσθητου κορμιού της.

Ο Μάικλ δεν κατάλαβε πότε ακριβώς άρχισε να ερωτεύεται την όμορφη και νεαρή ασθενή του. Ήταν νέος σε αυτό το νοσοκομείο και δεν είχε πολλές φιλίες, γι’ αυτό προτιμούσε να δουλεύει στο τμήμα της αποκατάστασης. Ήταν ήσυχα εκεί. Ήξερε πως οι ασθενείς ποτέ δεν θα τον ενοχλούσαν, το ίδιο και οι συνάδελφοι του. Άλλωστε δεν είχε και πολλά πολλά μαζί τους. Μόνο τα τυπικά έλεγαν πάντα και όσα χρειαζόταν να ξέρουν για τους ασθενείς. Όμως εκείνη, εκείνη είχε μαγνητίσει αμέσως το βλέμμα του. Την ερωτεύτηκε και το γεγονός πως εκείνη ήταν σε κώμα, δεν έμοιαζε να τον ενδιαφέρει καθόλου. Ήταν η δική του, προσωπική, ωραία κοιμωμένη.

Εκείνη την ημέρα όμως, κάτι είχε αλλάξει καθώς τα χέρια του θώπευαν το αναίσθητο κορμί της. Παρατήρησε πως το στήθος της, ήταν πρησμένο, το ίδιο και η κοιλιά της. Ντύθηκε βιαστικά, έφτιαξε τα σκεπάσματα της και κοίταξε τον ιατρικό φάκελο που βρισκόταν αφημένος πάνω στα μηχανήματα, που την κρατούσαν στην ζωή. Έριξε μια ματιά στις τελευταίες σημειώσεις κι αυτά που είδε τον τάραξαν. Άφησε τον φάκελο στην θέση του κι απομακρύνθηκε από το δωμάτιο της. Στο μυαλό του γυρνούσε μια σκέψη που τον τρομοκρατούσε τόσο πολύ, που για πρώτη φορά στην ζωή του, ευχόταν να ήταν κάπου αλλού κι όχι στο νοσοκομείο.

Τους επόμενους μήνες, τα πράγματα δυσκόλεψαν. Το φούσκωμα στην κοιλιά της κοπέλας, που ολοένα και μεγάλωνε, δεν πέρασε απαρατήρητο από τους υπόλοιπους εργαζόμενους. Η οικογένεια ενημερώθηκε και θορυβημένη από τα νέα, ζήτησε να γίνουν τα απαραίτητα τεστ. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων, έπεσαν σαν καταπέλτης σε όλο το νοσοκομείο. Πρώτη φορά στα χρονικά, κάποια ασθενής τους, σε κωματώδης κατάσταση κιόλας, έμενε έγκυος. Η αστυνομία ειδοποιήθηκε αμέσως κι άρχισαν να γίνονται ανακρίσεις.

Ο Μάικλ, όλους αυτούς τους μήνες, ζούσε στην σκιά του φόβου, πως κάποια μέρα η αστυνομία θα έφτανε στα ίχνη του. Όλο το προσωπικό του τμήματος αποκατάστασης είχε μετακινηθεί κι είχε αντικατασταθεί από νέους υπαλλήλους. Ήταν αναγκασμένος να περνάει τις ημέρες και τις νύχτες του μακριά από την αγαπημένη του, μακριά από το παιδί του που μεγάλωνε στα σπλάχνα της.

Ώσπου η κοπέλα γέννησε και σαν από θαύμα ξύπνησε από τον πολύχρονο ύπνο της. Όταν έβαλαν στην αγκαλιά της, τα δίδυμα παιδιά της, σάστισε. Της πήρε πολύ χρόνο μέχρι να καταλάβει και μέχρι να αποδεχτεί, τι ακριβώς της έλεγαν οι γονείς μα και οι γιατροί της.

 

Είχε ξημερώσει μία από αυτές τις μουντές μέρες, που έλεγες πως κάτι κακό θα συμβεί, όταν ο Μάικλ μπήκε στο δωμάτιο 323. Είχε αποφασίσει εδώ και καιρό πως ήταν έτοιμος, να μιλήσει πια στην κοπέλα και να της εξομολογηθεί τον έρωτα του.

Όταν μπήκε μέσα, την είδε να κρατάει το ένα από τα δύο μωρά και να του μιλάει. Τα άλλοτε μακριά μαλλιά της, ήταν κομμένα πια κοντά, το δέρμα της ήταν ελαφρώς πιο χλωμό από ότι το θυμόταν, ενώ τα μάτια της έδειχναν κουρασμένα.

Η κοπέλα μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του, έβαλε το μωρό στο κρεβατάκι του και τον κοίταξε.

«Δεν με ξέρεις» ξεκίνησε να λέει ο Μάικλ, πλησιάζοντας την ταυτοχρόνως, «αλλά εγώ σε ξέρω και πολύ καλά μάλιστα. Ξέρω κάθε εκατοστό από το δέρμα σου, κάθε καμπύλη του κορμιού σου, ξέρω τι γεύση έχει ο ιδρώτας σου, τι άρωμα έχουν τα μαλλιά σου…»

«Τι είναι αυτά που λες; Πέρασε έξω» του είπε εκείνη θυμωμένη. Ο Μάικλ όμως συνέχισε ακάθεκτος.

«Ξέρω πως αν και ήσουν αναίσθητη, ένιωθες κι εσύ την ίδια ολοκλήρωση με εμένα, κάθε φορά που κάναμε έρωτα. Σου έχω πει τόσες φόρες το πόσο πολύ σ’ αγαπάω που πλέον έχω χάσει τον λογαριασμό. Αυτή την φορά όμως ήρθα για να στο πω και να το ακούσεις. Για να σιγουρευτώ πως κι εσύ αισθάνεσαι το ίδιο»

Η κοπέλα τον κοιτούσε σοκαρισμένη, όλη αυτήν την ώρα που της μιλούσε. Δεν μπορούσε να διανοηθεί τα όσα άκουγε. Δεν τα χωρούσε ο εγκέφαλος της.

«Εσύ; Εσύ ήσουν που με βίασες έτσι; Εσύ ήσουν που εκμεταλλεύτηκες την κατάσταση μου, για να βγάζεις πάνω μου τα βίτσια σου;»

Φοβισμένη και πεπεισμένη πως θα της έκανε ξανά κακό, άρπαξε την στήλη του ορού που βρισκόταν στο πλάι της και την έριξε στο κεφάλι του. Ο Μάικλ έπεσε κάτω, αφήνοντας μια κραυγή. Τα μωρά άρχισαν να κλαίνε, ενώ εκείνος μουρμούριζε πνιχτές κραυγές την ώρα που σηκωνόταν από το πάτωμα.

«Σκύλα» της φώναξε, «σου έδωσα τα πάντα και το μόνο που έχεις να πεις είναι αυτό; Σου έδωσα την ψυχή και την καρδιά μου κι εσύ μου το ξεπληρώνεις έτσι; Ή θα γίνεις δική μου, ή δεν θα γίνεις κανενός»

Έπιασε το σωληνάκι από τον ορό και το τράβηξε με δύναμη. Τύλιξε τις άκρες του στα δύο του χέρια και όρμησε στην κοπέλα. Εκείνη πετάχτηκε από το κρεβάτι για να προστατευτεί, αλλά τα αδύναμα πόδια της, την πρόδωσαν. Κατέρρευσε στο πάτωμα μπρούμητα κι άρχισε να σέρνεται μακριά από τον Μάικλ.

Εκείνος έπεσε πάνω της. Την γύρισε ανάσκελα και την ακινητοποίησε. Τύλιξε το σωληνάκι δύο φορές γύρω από τον λαιμό της και ξεκίνησε να το σφίγγει με όση δύναμη είχε.

«Θέλω να σε βλέπω την ώρα που ξεψυχάς» έφτυσε τις λέξεις στο πρόσωπο της.

Ο θάνατος δεν άργησε πολύ για την κοπέλα. Όταν ο Μάικλ τελείωσε μαζί της, εκείνη κοιτούσε ξεψυχισμένη και με γουρλωμένα μάτια το ταβάνι. Το κλάμα των δύο μωρών, που δεν είχε σταματήσει όλη αυτή την ώρα, ειδοποίησε τους γιατρούς πως κάτι κακό συνέβαινε.

Η είδηση από τον στραγγαλισμό της κοπέλας προκάλεσε τόσο μεγάλη αναταραχή στο ιατρικό προσωπικό του νοσοκομείου, αλλά και σε όσους παρευρίσκονταν αυτή την ώρα στο κτήριο, που κανένας δεν αντιλήφθηκε, τους μαύρους καπνούς που έβγαιναν από το αμάξι του Μάικλ που φλεγόταν, εκατό μέτρα, μακριά από το νοσοκομείο.

Όταν οι πυροσβέστες, κατάφεραν να ελέγξουν τις φλόγες, βρήκαν το σώμα του νοσοκόμου, απανθρακωμένο. Στο δεξί του χέρι, κρατούσε ένα ασημένιο δαχτυλίδι, με μία γαλάζια πέτρα πάνω του.

Χριστίνα Μιχελάκη

Ονομάζομαι Χριστίνα, όπως πολύ καλά βλέπετε και ζω στο όμορφο Ηράκλειο της Κρήτης. Είμαι σύζυγος και χαζομαμά. Αγαπάω πολύ την λογοτεχνία για αυτό όπου σταθώ και όπου βρεθώ, είμαι με ένα βιβλίο στο χέρι. Μην με ρωτήσετε ποιος είναι ο αγαπημένος μου συγγραφέας γιατί είναι πολλοί! Ως αθεράπευτη ονειροπόλα, πολλές φορές οι ιστορίες που παλεύουν μέσα στο κεφάλι μου με συνεπαίρνουν. Γι΄ αυτό και γω της γράφω δίνοντας τους πλήρη ελευθερία. Το πρώτο μου βιβλίο έχει τίτλο Τα Αστέρια Του Πεπρωμένου, ενώ άλλες συμμετοχές μου μπορείτε να βρείτε στις ανθολογίες, Το ξύπνημα, Σκοτάδι, Μαγικοί Χοροί, Θρύλοι του Σύμπαντος VI,που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Συμπαντικές διαδρομές, αλλά και στο site thebluez.gr.

Διαβάστε περισσότερα