«Η Θάλεια έχοντας ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στην σκοτεινή πλευρά του ορόφου της οδού Μυθημνης… δεν είναι εύκολο να κάνει το άλμα από το θα ήθελα στο θέλω…Όμως το κάνει κάποια στιγμή και από απλή παρατηρητής της ζωής των άλλων γίνεται πρωταγωνίστρια… όμως τα άλματα δεν γίνονται χωρίς απώλειες … και η Θάλεια είχε πολλές στην ζωή της…
Η Θάλεια και η Ερατώ, οι μούσες της οδού Μυθήμνης είναι δύο αδερφές που ζουν μαζί μετά την απώλεια του πατέρα τους… η μία θέλοντας να ζήσει, να ονειρευτεί να γίνει μέλος μιας οικογένειας που ποτέ δεν είχε…η άλλη αποτραβηγμένη… έχοντας παραιτηθεί από κάθε ελπίδα, από κάθε απόπειρα ζωής» (οπισθόφυλλο).
20 Ιουλίου 1969 και όλη η ανθρωπότητα καθηλωμένη μπροστά στις τηλεοράσεις για να παρακολουθήσει την πρώτη αποστολή αστροναυτών στο φεγγάρι. Έτσι και σε ένα διαμέρισμα στον τρίτο όροφο της οδούς Μυθύμνης, στην Αθήνα, έχουν μαζευτεί οι ένοικοι του ορόφου για να παρακολουθήσουν το μοναδικό αυτό επίτευγμα του ανθρώπου. Σε αυτό το διαμέρισμα, με φόντο μία ασπρόμαυρη τηλεόραση, η κυρία Παπαγεωργίου μας συστήνει τις δύο αδερφές, Θάλεια και Ερατώ. Μας συστήνει την ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του 60. Η Θάλεια και η Ερατώ μεγάλωσαν σε ένα διαμέρισμα της οδού Μυθήμνης, με έναν πατέρα σκληρό και μία μητέρα απούσα. Γνώρισαν την σκοτεινή πλευρά της ζωής. Ο θάνατος του πατέρα τους, η λύτρωσή τους, η απελευθέρωσή τους.
Η Θάλεια, η πρωταγωνίστρια της ιστορίας μας, μεγαλώνει, ενηλικιώνεται, ωριμάζει δίπλα στον γέρο στρατηγό και τη γυναίκα του, τον Γιώργο και τη Γιωργία, τους ενοίκους των διαμερισμάτων του ίδιου ορόφου με του δικού τους. Μαζί με τα δύο αυτά ζευγάρια, υπάρχουν και άλλοι φίλοι, γνωστοί, συγγενείς, οι οποίοι αν και αίζουν δευτερεύοντες ρόλους στη ζωή της Θάλειας, όλοι με τον δικό τους τρόπο βάζουν ένα λυθαράκι στην αναγέννησή της.
Η Θάλεια μέσα απο τους γείτονές της βρίσκει αυτό που τους στέρησε ο πατέρας τους. Αγάπη και φροντίδα. Τα δύο απαραίτητα συστατικά της ζωής. Τα δύο στοιχεία που δίνουν αυτοπεποίθηση και δύναμη στον άνθρωπο. Η Θάλεια πόνεσε, έπεσε, έχασε ανθρώπους απο την ζωή της, παρόλα αυτά μέσα απο τους ανθρώπους που την στήριξαν, την αγάπησαν, κατάφερε να αποκτήσει όνειρα και στόχους στη ζωή της. Κατάφερε να βρεί την ευτυχία. Κατάφερε να περάσει απο το σκοτάδι στο φως. Η Θάλεια είναι ο κάθε άνθρωπος που βρίσκει κουράγιο και δύναμη να γεννηθεί απο τις στάχτες του.
Παράλληλα μέσα απο την ζωή της Θάλειας βλέπουμε τις αλλαγές και στην γειτονιά της. Αλλαγές δομικές, αλλαγές στους δρόμους, αλλαγές που δείχνουν κατά βάθος και τις αλλαγές στις ζωές των ανθρώπων. Η παλιά γειτονιά έγινε απρόσωπη, τα μαγαζάκια γκρεμίστηκαν, οι μονοκατοικίες εξαφανίστηκαν, οι άνθρωποι απομακρύνθηκαν. Όμως, όπως η Θάλεια, παρά τις δυσκολίες κατάφερε να σταθεί όρθια, έτσι και η γειτονιά, το ενδιαφέρον του γείτονα, το νοιάξιμο, συνεχίζει να υπάρχει, όσο κι αν έχουμε απομακρυνθεί.
Ο Γέρος του Ιονέσκο ("Καρέκλες") έλεγε στην γυναίκα του "Πιες το τσάι σου, Σεμίραμις", σα να της έλεγε "ναι, ναι, εσένα περίμενα να μου το πεις". Μία φράση που δείχνει τη ματαιότητα της ζωής. Μία ματαιότητα η οποία νικιέται από την αγάπη του Γέρου και της Γριάς. Έτσι και η ζωή της Θάλειας, αν και στα μάτια της φαίνεται μάταιη, έρχεται η αγάπη να την αλλάξει, να της δείξει την χαρούμενη πλευρά της και να της φέρει την γαλήνη της ψυχής της.