Στο δικαστήριο επικρατούσε αναβρασμός. Πρώτη φορά σε αυτή την απόμερη γειτονιά της Θεσσαλονίκης είχε διαπραχθεί ένα τόσο ειδεχθές έγκλημα. Και όλοι είχαν συγκλονιστεί. Έξω από τα δικαστήρια είχαν συγκεντρωθεί οι μισοί κάτοικοι της περιοχής. Όλοι, με κομμένη την ανάσα, περίμεναν την άφιξη του Ηλία. Του φονιά. Του Ηλία, που στα τριάντα του είχε σφάξει με κουζινομάχαιρο την 25χρονη πρώην γυναίκα του, Ιωάννα, και τον 28χρονο σύντροφό της, Θάνο. Και μπορεί εγκλήματα πάθους να είχαν συγκλονίσει και άλλες φορές την Ελλάδα. Ωστόσο, υπήρχε μία λεπτομέρεια που έκανε το έγκλημα αυτό να προκαλέσει πανελλήνιο σοκ. Την ώρα που ο Ηλίας μπήκε στο σπίτι της πρώην γυναίκας του με σκοπό – όπως είχε πει αρχικά – να μιλήσει μαζί της, την ώρα που το μυαλό του θόλωσε όταν είδε μπροστά του τον Θάνο, την ώρα που είχε αρπάξει το μαχαίρι και το έμπηγε με μίσος στην κοιλιά της πρώην του, την τραγική εκείνη ώρα η Ιωάννα θήλαζε το 5 μηνών γιο της.
Η κλούβα έφτασε μπροστά στην είσοδο των Δικαστηρίων. Φωνές, κραυγές, κατάρες, γιουχαΐσματα ακούστηκαν μόλις έκανε την εμφάνισή του. Συνοδευόμενος από αστυνομικούς και με το αλεξίσφαιρο κατάσαρκα, καθώς φοβόντουσαν για αντεκδίκηση, φυγαδεύτηκε στην αίθουσα. Δεν πρόλαβε, όμως, να γλιτώσει και από τη μητέρα της Ιωάννας. Μαυροντυμένη και υποβασταζόμενη από τον άντρα της και τον γιο της, τον πλησίασε και με παγωμένο βλέμμα του είπε «Να σαπίσεις στην κόλαση! Η ψυχή σου να μην ηρεμήσεις ποτέ! Δολοφόνε!» και κατέρρευσε.
Η ίδια ένταση επικρατούσε και μέσα στην αίθουσα. Ο Δικαστής απείλησε με εκκένωση της αίθουσας, αν δεν ηρεμούσε το ακροατήριο. Ο Ηλίας κατευθύνθηκε προς το ειδώλιο και άρχισε την απολογία του.
«Ονομάζομαι Ηλίας Κιόρογλου, του Επαμεινώνδα και της Αλίκης. Είμαι τριάντα χρονών. Και είμαι ένοχος για τη δολοφονία της Ιωάννας Κούλιου και του Αθανάσιου Πεσματζόγλου» και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
«Την αγαπούσα, κύριε Πρόεδρε. Την αγαπούσα την Ιωάννα. Την ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή που την είδα να βγαίνει από το σχολείο της, ένα μεσημέρι το 2011. Εκείνη 18, εγώ 23. Περνούσα με το μηχανάκι μπροστά από την καγκελόπορτα του Λυκείου, όταν είδα να βγαίνει ένας μελαχρινός άγγελος με γκριζοπράσινα μάτια και χείλη κατακόκκινα σαν τριαντάφυλλα. Αυτό ήταν. Έμεινα και την χάζευε και την έβλεπα να απομακρύνεται. Το γαργαριστό της γέλιο ηχούσε την υπόλοιπη μέρα στα αυτιά μου.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά πήγαινα κάθε μέρα την ίδια ώρα έξω από το σχολείο της και την περίμενα. Μόλις την έβλεπα έλαμπε ο κόσμος. Ένα μήνα το ίδιο. Ένα μήνα να τη στήνω έξω από το σχολείο της. Και ξαφνικά μια μέρα η Ιωάννα ήρθε προς το μέρος μου.
“Γεια. Τι κάνεις; Με λένε Ιωάννα. Εσένα;”, μου είπε και έμεινα αποσβολωμένος να την κοιτάω.
“Εεεεε … Ηλίας. Χάρηκα”, της είπα και της έδωσα το χέρι.
“Λοιπόν, Ηλία, τι θα έλεγες το Σάββατο το απόγευμα να πηγαίναμε για κανά καφεδάκι;”.
“Ναι, αμέ. Πες ώρα και μέρος”.
“Στις 8 στην καφετέρια Απέριττον. Εντάξει;”.
“Εντάξει”, της είπα και έφυγε χαμογελαστή.
Εκείνο το Σάββατο ήταν το καλύτερο Σάββατο της ζωής μου, κύριε Πρόεδρε. Συναντηθήκαμε στην καφετέρια, μιλήσαμε, είπαμε για τα σχέδιά μας, τα όνειρά μας για τη ζωή και μετά πήγαμε βόλτα στο πάρκο. Εκεί, ανάμεσα στα δέντρα και στο φως του φεγγαριού δώσαμε το πρώτο μας φιλί. Και έτσι ξεκίνησε η σχέση μας».
«Καταραμένη η ώρα και η στιγμή που το παιδάκι μου έπεσε πάνω σου. Αλήτη», ούρλιαξε η μητέρα της Ιωάννας και φωνές αναστάτωσαν για άλλη μια φορά την αίθουσα.
«Εσύ φταις», γύρισε και της φώναξε ο Ηλίας. «Εσύ και ο άντρας σου. Δεν ήμουν αρκετός για την κόρη σας. Της βάζατε λόγια».
«Κατηγορούμενε, σταματήστε και συνεχίστε την απολογία σας. Διαφορετικά θα διακόψω τη δίκη», μίλησε αυστηρά ο Δικαστής και ο Ηλίας συνέχισε.
«Μάλιστα, κύριε Πρόεδρε. Είχαν περάσει τρείς μήνες από τότε που ξεκίνησε η σχέση μας. Η Ιωάννα είχε δώσει Πανελλήνιες, αλλά δεν είχε περάσει. Άρχισαν οι γκρίνιες στο σπίτι της και κάθε μέρα ερχόταν κλαμένη. Οι γονείς της της έλεγαν συνέχεια ότι εγώ έφταιγα, ότι είχε μπλέξει με έναν αλήτη που την επηρέαζε, ότι είχαν πέσει οι επιδόσεις της εξαιτίας μου, ότι μπαινοβγαίνω στα αστυνομικά τμήματα και άλλα πολλά.
Και ναι, δεν ήμουν αυτό που λένε ‘παιδί από σπίτι’, μπορεί να έμπλεκα σε καυγάδες, να έπινα αβέρτα, να μην έβρισκα μια δουλειά της προκοπής, μπορεί η μόνη δουλειά που έκανα δουλειά να ήταν πόρτα σε νυχτερινά μαγαζιά, αλλά για την Ιωάννα μου θα άλλαζα. Ναι, ήμουν γνώριμος στην αστυνομία. Προστασία, λαθραία τσιγάρα, και άλλα. Με την Ιωάννα, όμως, δίπλα μου, όλα αυτά θα τελείωναν.
Η κατάσταση στο σπίτι της γινόταν όλο ένα και χειρότερη. Έτσι, αποφάσισα να της πω να παντρευτούμε και να τους γράψουμε όλους κανονικά».
«Κατηγορούμενε», φώναξε ο Δικαστής, «Προσέχετε πώς μιλάτε».
«Μάλιστα, κύριε Πρόεδρε. Συγνώμη. Αρχές της επόμενης χρονιάς, λοιπόν, το 2012, πήγαμε στο Δημαρχείο και παντρευτήκαμε. Νοικιάσαμε ένα μικρό δυαράκι και στεγάσαμε τον ερωτά μας. Φυσικά, οι γονείς της δεν έμειναν άπραγοι. Είχαν διαδώσει σε όλη τη γειτονιά ότι είχα απαγάγει την κόρη τους, και όπου κι αν πήγαινα για δουλειά έβρισκα πόρτες κλειστές. Έτσι συνέχισα να δουλεύω νύχτα και η Ιωάννα να ετοιμάζεται για τις Πανελλήνιες για 2η φορά. Και αυτή τη φορά τα κατάφερε. Παιδαγωγικό, εδώ στη Θεσσαλονίκη και τα χαμόγελα επέστρεψαν στην ζωή της.
Όλα κυλούσαν καλά μέχρι το 2014. Εγώ δούλευα νύχτα, η Ιωάννα το πρωί πήγαινε στη σχολή, το απόγευμα δούλευε σερβιτόρα σε μια καφετέρια και ήμασταν μια χαρά. Μέχρι που ένα βράδυ, τέλη του 14 – αρχές του 15, δεν θυμάμαι καλά, ήρθε ο πατέρας της σπίτι και της είπε ότι έμαθε πως είμαι μπλεγμένος σε κύκλωμα ναρκωτικών και εμπόριο γυναικών. Ναι, είχα κάποια μπλεξίματα, αλλά δεν ήταν τόσο τραγικά όσο τα παρουσίασε αυτός. Με κατέδωσε στην αστυνομία και άρχισαν τα πήγαινε – έλα στα κρατητήρια. Η Ιωάννα άρχισε να απομακρύνεται. Και ενώ την πρώτη φορά με άφησαν ελεύθερο, καθώς δεν υπήρχαν αρκετά στοιχεία εναντίον μου, οι μπάτσοι …».
«Κατηγορούμενε. Προσέχετε πώς μιλάτε».
«Ναι, ναι, συγνώμη. Οι αστυνομικοί με είχαν υπό στενή παρακολούθηση, γεγονός που επέφερε περισσότερους καυγάδες. Άρχισαν οι τσακωμοί, οι καυγάδες, οι φωνές και 2 – 3 φορές την είχα χτυπήσει κιόλας. Την τελευταία φορά, 10 Σεπτεμβρίου 2016 ήταν, είχα θολώσει τόσο πολύ που χωρίς να το καταλάβω την είχα χτυπήσει τόσο που την έστειλα στο νοσοκομείο. Την επόμενη μέρα που πήγα να την πάρω, μου είπαν ότι είχε πάρει εξιτήριο και είχε φύγει με τους γονείς της. Άρχισα να φωνάζω και να ουρλιάζω και πήγα στο σπίτι της να την πάρω με το ζόρι. Εντάξει, το τι επακολούθησε μπορείτε να το φανταστείτε. Εγώ να φωνάζω έξω από το σπίτι της, η Ιωάννα να μου λέει να εξαφανιστώ και ο πατέρας της να έχει βγει έξω και να με απειλεί. Μετά από λίγο ήρθε η αστυνομία, πήγαμε στο τμήμα, έγιναν μηνύσεις εκατέρωθεν και έβγαλαν ασφαλιστικά μέτρα.
Δεν μπορούσα να την πλησιάσω στα 10 μέτρα. Δεν μπορούσα πλέον να κάνω τίποτα. Μετά από μία εβδομάδα ήρθαν και τα χαρτιά του διαζυγίου.
Ένα χρόνο μετά, Σεπτέμβριος του 17, την πέτυχα σε μία καφετέρια με έναν τύπο. Έφριξα. Εγώ να λιώνω μακριά της, να υποφέρω, να το έχω ρίξει στο ποτό και τα ναρκωτικά, να ζω στους δρόμους … και αυτή … Αυτή είχε βρει άλλον. Και όπως καθόμουν αποχαυνωμένος και τους κοίταζα, το βλέμμα μου έπεσε σε ένα παιδικό καροτσάκι. Θόλωσα. Πότε πρόλαβε και έκανε παιδί με τον άλλον; Ένας χρόνος είχε περάσει που είχαμε χωρίσει. Άρα, τον είχε από πριν. Μόλις σηκώθηκαν να φύγουν, τους ακολούθησα και τους είδα να μπαίνουν σε μία πολυκατοικία. Όχι στο πατρικό της Ιωάννας. Έμεναν μαζί. Έμεινα όλο το βράδυ κάτω από την πολυκατοικία. Αυτός δεν έφυγε ποτέ. Άρα, είχα δίκιο ότι έμεναν μαζί.
Την επόμενη μέρα το απόγευμα πήγα στο σπίτι τους. Χτύπησα το κουδούνι και μου άνοιξε ο Θάνος. Τον έσπρωξα και άρχισα να φωνάζω την Ιωάννα. Την έψαξα σε όλο το σπίτι και τη βρήκα στην κρεβατοκάμαρα να θηλάζει το μωρό. Κοκάλωσα μόλις είδα το προσωπάκι του. Ήταν ίδιος εγώ. «Είναι δικό μου;» της είπα και με μάτια που πετούσαν φλόγες μίσους μου απάντησε θρασύτατα «Ναι. Δικό σου είναι. Αλλά δεν πρόκειται να τον δεις ποτέ. Φύγε!», ούρλιαξε και είπε στον Θάνο να ειδοποιήσει την αστυνομία.
Από εκεί και πέρα δεν έλεγχα τον εαυτό μου. Όρμησα στην κουζίνα, άρπαξα ένα μαχαίρι και πήγα ξανά στην κρεβατοκάμαρα. Άρχισα να τη μαχαιρώνω, μια, δύο, τρεις φορές. Δεν θυμάμαι. Μετά πήγα βρήκα στο σαλόνι τον άλλον. Τον είδα να μιλάει στο τηλέφωνο και τον μαχαίρωσα στην πλάτη. Έπεσε κάτω και όρμησα έξαλλος έξω. Πριν προλάβω να πάω να παραδοθώ, γιατί σοκαρίστηκα μόλις συνειδητοποίησα τι είχα κάνει, με είχαν ήδη συλλάβει. Ήταν έγκλημα πάθους. Δεν ήξερα τι έκανα»… και ξέσπασε σε κλάματα…
«Ψέματα! Λέει ψέματα. Ήταν όλα προσχεδιασμένα». Ακούστηκε μία φωνή ανάμεσα στο ακροατήριο. Ο Ηλίας γύρισε το βλέμμα του προς τα πίσω και πάγωσε. Στην είσοδο της αίθουσας στεκόταν ο Θάνος. Δεν μπορεί. Δεν μπορεί να ζει. Αφού τον μαχαίρωσα. Τον είδα να πέφτει κάτω. Να σωριάζεται μέσα στα αίματα.
«Κύριε Δικαστά, ονομάζομαι Αθανάσιος Πεσματζόγλου και θέλω να καταθέσω».
Ο Δικαστής έκανε νόημα στον Ηλία να πάει να καθίσει στη θέση του και κάλεσε τον Θάνο στο εδώλιο.
«Κύριε Δικαστά, ο κατηγορούμενος είχε έρθει αποφασισμένος να σκοτώσει εκείνο το απόγευμα. Του άνοιξα την πόρτα, με έσπρωξε και μπήκε μέσα βρίζοντας, απειλώντας και ουρλιάζοντας “Καργιόλα, θα σε σκοτώσω. Και εσένα και τον πούστη τον γκόμενό σου”. Φορούσε γάντια, για να μην αφήσει αποτυπώματα και κρατώντας ένα χασαπομάχαιρο όρμησε στην κρεβατοκάμαρα. Δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα. Την ώρα που πήγαινα προς την κρεβατοκάμαρα με χτύπησε με τη λαβή του μαχαιριού και έπεσα αναίσθητος. Μέχρι να συνέλθω και να πάρω την αστυνομία είχε ήδη σφάξει την Ιωάννα. Την είχε σφάξει με το μωρό στην αγκαλιά της. Το άφησε επάνω της, στο στήθος της, γεμάτο με το αίμα της. Και το καημένο να σπαράζει από το κλάμα. Καθώς πληκτρολογούσα τον αριθμό της αστυνομίας ένοιωσα έναν πόνο στην πλάτη. Το μαχαίρι είχε μπει λίγο πιο πάνω από την σπονδυλική στήλη. Αμέσως, κατέρρευσα και μετά από λίγο έχασα τις αισθήσεις μου. Λίγο πριν χαθώ τον άκουσα να γελάει και να φεύγει. Ύστερα από λίγο ήρθε η αστυνομία και ήμουν τυχερός που με πρόλαβαν.
Όχι, κύριε Δικαστά. Δεν ήταν εν βρασμώ ψυχής. Ήξερε πολύ καλά τι έκανε»…
«Ένοχος για φόνο εκ προμελέτης. Ποινή ισόβιας κάθειρξης για φόνο εκ προμελέτης και 15 χρόνια κάθειρξης για απόπειρα ανθρωποκτονίας», ανακοίνωσε ο Δικαστής. Η μητέρα της Ιωάννας σηκώθηκε, κατευθύνθηκε προς τον Ηλία, τον κοίταξε με παγωμένο βλέμμα του είπε «Να σαπίσεις στην κόλαση! Η ψυχή σου να μην ηρεμήσεις ποτέ! Δολοφόνε!» και κατέρρευσε.