Συνεχίζοντας να γράφει για τους μικρούς μας αναγνώστες, αλλά και τους μεγάλους, ο Πολυχρόνης Κουτσάκης «Διαβάζοντας Ιστορίες» μας συστήνει την εννιάχρονη Ναταλία.
«Η Ναταλία βρίσκεται σε διαφορετική πόλη κάθε χρόνο εξαιτίας της δουλειάς του μπαμπά της. Την πρώτη μέρα στο καινούριο της σχολείο πηγαίνει γεμάτη ελπίδα να κάνει νέους φίλους, στην τετάρτη δημοτικού. Αντί για νέους φίλους όμως, θα βρει απέναντί της τους μπούληδες του σχολείου, που θα της κάνουν τη ζωή δύσκολη. Mάλιστα, ο αρχηγός τους είναι και ανιψιός του διευθυντή του σχολείου, οπότε νιώθει πως κανείς δεν μπορεί να τον τιμωρήσει. Όμως η Ναταλία βλέπει όνειρα κάθε βράδυ. Και σε ένα από τα όνειρά της θα βρει τη λύση» (οπισθόφυλλο).
Διαβάζοντας την περίληψη στο οπισθόφυλλο αμέσως μου ήρθαν στο μυαλό στιγμές από την παιδική μου ηλικία, όταν κι εγώ κάθε 4 χρόνια περίπου έπρεπε να αλλάζω πόλη, νομό, λόγω της δουλειάς του πατέρα μου. Ταυτίστηκα με την μικρή Ναταλία, που στην τρυφερή ηλικία των εννιά χρόνων της έρχεται αντιμέτωπη με τον τραμπουκισμό των νέων της συμμαθητών. Ένιωθα σα να διάβαζα δικές μου ιστορίες στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο. Και χάρηκα που κατάφερε να έρθει κόντρα σε όλα τα εμπόδια και δεν λύγισε, αλλά βρήκε τον τρόπο να τους αντιμετωπίσει και να τους κερδίσει.
Και σκέψεις άρχισαν να κατακλύζουν το μυαλό μου. Τι είναι αυτό που κάνει ορισμένα παιδιά να φέρονται άσχημα σε παιδιά που θεωρούν αδύναμα, σε παιδιά που ίσως έχουν κάτι διαφορετικό (φοράνε γυαλιά, έχουν κάποια κιλά παραπάνω, έχουν πρόβλημα στην ομιλία, στην ανάγνωση, και άλλα πολλά); Γιατί οι γονείς μεγαλώνουν παιδιά «νταήδες»; Γιατί οι γονείς δεν βλέπουν τα σημάδια στα παιδιά που έρχονται αντιμέτωπα με την κοροϊδία, τον χλευασμό και συχνά με βίαιες πράξεις εις βάρος τους; Πόσο εύκολο να βρει ένα παιδί, που αντιμετωπίζει σκληρό τραμπουκισμό στο σχολείο, τη δύναμη να σταθεί όρθιο απέναντι στους μπούληδες του σχολείου; Και όταν δεν καταφέρει να βρει τον τρόπο τι πρέπει να κάνει;
Δυστυχώς, ο τραμπουκισμός υπήρχε και υπάρχει ακόμα. Και όσο περνάνε τα χρόνια το φαινόμενο γίνεται όλο ένα και χειρότερο. Ο Πολυχρόνης Κουτσάκης για άλλη μία φορά καταπιάνεται με ένα σκληρό θέμα, προσεγγίζοντάς το με τρόπο τρυφερό – έτσι ώστε να μην τρομάξουν οι μικροί μας φίλοι, αλλά και με δυναμική, περνώντας το μήνυμα ότι το παιδί «θύμα» έχει τη δύναμη να αντιμετωπίσει όλους εκείνους που τον εκφοβίζουν.
Η σιωπή απέναντι σε τέτοιες καταστάσεις δεν είναι λύση. Αντιθέτως, η σιωπή δίνει ακόμα περισσότερο «δύναμη» στους τραμπούκους, καθώς πιστεύουν ότι κανένας και τίποτα δεν μπορεί να τους πάει κόντρα. Όμως, κανένας δεν είναι πάνω από εμάς, κανένας δεν είναι ανώτερος, κανένας δεν μπορεί να μας μειώσει. Το μόνο που χρειάζεται είναι να αποκτήσουμε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και να δείξουμε πόσο δυνατοί είμαστε. Τίποτα δεν μένει άλυτο, απλά «όταν όλα όσα έχεις συνηθίσει να κάνεις δεν μπορούν να δουλέψουν, τότε ίσως πρέπει να ξεκινήσεις να τα κάνεις όλα ανάποδα» (οπισθόφυλλο).