«Όταν ήμουν μικρή, αγαπούσα όλο τον κόσμο. Λάτρευα τη γιαγιά μου, τον κοκορίκο μου τον Μανωλάκη, τον Αντρίκο. Το «αγαπώ» μου χωρούσε μέσα κόσμο και κοσμάκη … Μετά τα απανωτά στραπάτσα που έφαγα, το «ω» μου δεν άντεξε. Άρχισε σιγά-σιγά να κλείνει τις γοητευτικές του καμπύλες και να πνίγει μέσα του όσα του είχα χώσει. Ώσπου κατάντησε να γίνει «ο». Και τα «αγαπώ» μου μεταμορφώθηκαν σε ανορθόγραφα και άχαρα «αγαπό». Πόσοι άνθρωποι να χωρέσουν μέσα σ’ ένα μικρό «ο»; Στρυμώχτηκαν κι έσκασαν. Έτσι λοιπόν, το «ο» μου τώρα πια χωράει μία και μοναδική αγάπη. Την αγάπη που νιώθω για μένα» (οπισθόφυλλο).
Αυτή είναι η μικρή Εύα που μεγάλωσε μέσα σε μία σκληρή οικογένεια, με μοναδικό στήριγμα την γιαγιά της. Η μικρή Εύα που αντιδρούσε σε κάθε τι που δεν της άρεσε και της κόλλησαν το παρατσούκλι «τσαούσα». Και με αυτό πορεύτηκε σε όλη της την ζωή. Η τσαούσα μεγάλωσε στις γειτονιές της Καισαριανής. Η μητέρα απόμακρη και σκληρή, ο πατέρας το ίδιο, η αγάπη των γονιών όχι απλά άφαντη, αλλά και κακοποιητική. Η μικρή Εύα γινόταν συχνά αποδέχτης ξύλου και βρισίματος. Μοναδική της παρηγοριά η γιαγιά από την Σμύρνη, όπου στη αγκαλιά της κούρνιαζε και ξεχνούσε κάθε πόνο του σώματος και της ψυχής της.
Η τσαούσα, παρά την αδικία της οικογένειάς της, θα πάρει θάρρος από τους ανθρώπους γύρω της – όπως η Ρία, ο Αντρίκος (ο προστατευόμενός της) – θα σταθεί με θάρρος απέναντι στη ζωή. Θα σηκώσει το δικό της μπαϊράκι και θα ακολουθήσει μία ζωή γεμάτη ανατροπές, χαρές, λύπες, πόνο. Ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας της, η παρέα της με ανθρώπους του «περιθωρίου», η ζωή της στην Τρούμπα, η προδοσία, ο έρωτας, η κυρά Ευδοξία και η Μυρτώ που θα της δείξουν την καλή πλευρά της ζωής, θα της δείξουν την σπουδαιότητα της αγάπης, οι συμβουλές της Βιολέτας, θα την οδηγήσουν σε ένα μοναδικό και σημαντικό συμπέρασμα: Πάνω από όλα πρέπει να αγαπάμε αληθινά τον εαυτό μας!
Η Ελένη Κιουσέ μέσα από την Εύα, την δυνατή της γραφή, άλλοτε σκληρή και άλλοτε γλυκιά και τρυφερή, μας δείχνει πόσο σημαντικό είναι να πιστεύουμε στον εαυτό μας. Η Εύα δεν το έβαλε ποτέ κάτω, δεν υποτάχθηκε στην μοίρα που της είχαν ετοιμάσει. «Πάτησε πόδι», έφυγε, πήρε τις αποφάσεις της, έκανε τα λάθη της, αλλά από όλα αυτά βγήκε αλώβητη.
Πώς; Πίστευε στον εαυτό της και δεν άφησε κανέναν και τίποτα να αλλοιώσουν την καρδιά της. Δεν άφησε κανέναν και τίποτα να βγάλει την αγάπη από την καρδιά της. Κι ας έγινε το «αγαπώ» «αγαπό», γιατί ακόμα και με «ο», ακόμα και με την αγανάκτηση που μαζεύτηκε μέσα της, ακόμα και με την έκρηξή της, η Εύα μέσα στο μικρό αυτό «ο» είχε την αγάπη για τον εαυτό της και για όσους συνέχισαν να την αγαπάνε.
Ποτέ δεν θα είναι όλα ρόδινα, πάντα θα υπάρχουν δυσκολίες, θα πέσουμε, θα σηκωθούμε, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι αν όλα αυτά θα επηρεάσουν την ύπαρξή μας, αν θα τα αφήσουμε να αλλοιώσουν τον χαρακτήρα μας. Η Ελένη Κιουσέ μέσα από την Εύα μας φέρνει αντιμέτωπους με τον εαυτό μας. Η κατάληξη της ζωής μας, της ψυχής μας, είναι αυτή που εμείς αποφασίζουμε. Θα αφήσουμε τα χτυπήματά της να μας τσακίσουν, το «αγαπώ» να γίνει «αγαπό» ή θα επιλέξουμε να παραμείνει «αγαπώ»;!