Από την Αγγελίνα Λιβανού
Βούτηξε κατ’ ευθείαν με το κεφάλι. Το παγωμένο νερό τύλιξε το σώμα της κάνοντάς την να ανατριχιάσει ολόκληρη. Οι ρόγες της σκλήρυναν τόσο πολύ που την πόνεσαν και ασυναίσθητα έφερε τα χέρια της και αγκάλιασε το κορμί της ενώ ταυτόχρονα πάτησε τα πόδια της κάτω και το μισό της σώμα ξεπρόβαλε από τη θάλασσα. Έμοιαζε με σειρήνα έτσι όπως τα μαύρα της μαλλιά έπεφταν άτακτα στο κορμί της στάζοντας νερά. Κολύμπησε μέχρι την μικρή, πλαϊνή ακτή απολαμβάνοντας κάθε στιγμή. Λίγα λεπτά αργότερα τα πέλματά της πατούσαν τα μεγάλα βότσαλα της παραλίας. Με αργά βήματα κατευθύνθηκε προς το μοναδικό σημείο που είχε λίγη άμμο. Κοίταξε προσεχτικά γύρω της και όταν βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχε κανένας τράβηξε τα λεπτά κορδόνια που συγκρατούσαν το πλούσιο στήθος της μέσα στο μαγιό και ένιωσε το χάδι του ήλιου αφήνοντας έναν μικρό αναστεναγμό ικανοποίησης. Ξάπλωσε στην καυτή άμμο και αφέθηκε στην μαγεία τα απόλυτης παράδοσης στην γαλήνη που της χάριζε αυτό το καταφύγιο. Τα αρμυρίκια δημιουργούσαν μια πυκνή σκιά από πάνω της και λίγο αργότερα το νανούρισμα της θάλασσας που πηγαινοέφερνε ρυθμικά τα νερά της την αποκοίμισε.
Δεν κατάλαβε καλά τι ήταν αυτό που την ξύπνησε… Το άρωμά του; Το βλέμμα του που είχε σταθεί ξεδιάντροπο πάνω στο στήθος της ή απλά και μόνο η παρουσία του; Πετάχτηκε πάνω και αγκάλιασε το σώμα της προσπαθώντας να το προστατεύσει.
«Μα γιατί;»
Η φωνή του βαθιά αισθησιακή της προκάλεσε τρεμούλα…
«Δεν έχεις κανένα δικαίωμα! Γύρνα αμέσως από την άλλη», του είπε όταν κατάφερε να μιλήσει ενώ με τα χέρια της ψηλαφούσε την άμμο ψάχνοντας το πάνω του μαγιό της.
Εκείνος απλά της χαμογέλασε, γονάτισε και την βοήθησε να το δέσει.
«Μην με ακουμπάς!», του φώναξε έτσι απλά για να πει κάτι εκ των υστέρων.
«Είναι επικίνδυνο αυτό που έκανες» της είπε.
«Και τι σε νοιάζει; Μπαμπάς μου είσαι;»
«Όχι αλλά θα μπορούσα να είμαι κάποιος που ενδιαφέρεται για σένα».
Έστρεψε το κεφάλι της γιατί δεν άντεχε να τον κοιτάζει. Της προκαλούσε τέτοια άγρια συναισθήματα που δεν αναγνώριζε τον εαυτό της. Ήθελε να νιώσει τα χέρια του να εξερευνούν το κορμί της. Τα χείλη του καυτά να απαιτούν. Τη γλώσσα του να διεισδύει μέσα της και να την παραλύει. Και δευτερόλεπτα αργότερα άφησε το ένστικτό της ελεύθερο και γύρισε, τον κοίταξε στα μάτια, άπλωσε το χέρι της του έπιασε τα μαλλιά, τον τράβηξε κοντά της με όλη της τη δύναμη και έβαλε τη γλώσσα της στο στόμα του θέλοντας να γευτεί την αρμύρα του. Το χέρι της κατέβηκε χαμηλά και μπήκε μέσα στο μαγιό του που δεν μπορούσε πια να συγκρατήσει τον ερεθισμό του.
Το βογκητό του την ερέθισε ακόμα περισσότερο. Έφερε το ελεύθερο χέρι της στην πλάτη του, έμπηξε τα νύχια της στο δέρμα του και τα κατέβασε μέχρι τους γοφούς του. Το αίμα του έτρεξε και με τη γλώσσα της το έγλειψε.
Την έπιασε από τα μαλλιά και της δάγκωσε τα χείλη μέχρι που γεύτηκε το αίμα της στο στόμα του. Οι κραυγές της έκαναν αντίλαλο αλλά δεν έδωσε καμία σημασία. Το μόνο που είχε σημασία εκείνη τη στιγμή ήταν να ικανοποιηθούν τα άγρια ένστικτα που είχαν κυριεύσει και τους δύο. Έβαλε το χέρι του ανάμεσα στα πόδια της, τα πίεσε να ανοίξουν και ένιωσε στο δέρμα του την υγρασία της που τον καλούσε να την γευτεί, να την εξερευνήσει, να την οδηγήσει σε αλλεπάλληλους οργασμούς.
Με το που ένιωσε τα δάχτυλά του μέσα της άρχισε να βογκάει και να τινάζεται από σπασμούς ολοκλήρωσης. Δεν θυμόταν ποτέ να είχε τελειώσει τόσο γρήγορα και τόσο δυνατά.
Την έκλεισε στην αγκαλιά του με όλη του τη δύναμη και σκύβοντας στο αυτί της της ψιθύρισε: «Αυτή ήταν μόνο η αρχή μωρό μου».